Θα ήταν Αύγουστος του '58 ή του '59. Κι όπως πάντα είμαστε και οι τρεις -η μητέρα, ο πατέρας κι εγώ- στο Λουτράκι.Διακοπές για ένα ολάκερο μήνα. Κι εγώ δώδεκα, δεκατριών χρονών.
Ξενοδοχείο Mon Repos και τα βράδια στον κινηματογράφο Ηλέκτρα η 'Ωντρευ Χέμπορν έκανε τους ευκαλύπτους που ακουμπάγανε στη θάλασσα να μουρμουρίζουν «Σαμπρίνα, Σαμπρίνα, Σαμπρίνα...»
Τυρόπιτες στου Ταμπόση και ποδήλατα νοικιασμένα με την μέρα και πλανόδιοι φωτογράφοι να σου προσφέρουν τις αναμνήσεις του χειμώνα που παραφύλαγε
Μελτέμια και στα τραπεζάκια της Αίγλης κυρίες με πολύχρωμα φορέματα και μονόχρωμες εσάρπες , κύριοι με κοντομάνικα πουκάμισα και λεπτά σακάκια, παιδιά με κοκκινισμένα από το θαλασσινό αλάτι μάτια, παρακολουθούσαν τα ζευγαράκια να
διαγωνίζονται στο ταγκό, στο τσα-τσα, στο μάμπο. Και τα πρωινά, στα παγκάκια του πάρκου ή στις ψάθινες καρέκλες του ξενοδοχείου μαζί με τον καφέ και την ασημοτυλιγμένη «Λαϊδα», μια δυο ώρες πριν από το μπάνιο ή την πρώτη παρτίδα του κουμ καν, η ανάγνωση του μυθιστορήματος που είχε επιλεχθεί για κείνον τον Αύγουστο
-έναν ακόμα μυθικό Αύγουστο, μιας μυθικής δεκαετίας, σ'ένα Λουτράκι που δεν υποψιαζότανε τον επερχόμενο βιασμό της ανοικοδόμησης.
Καλοκαίρι του '58 ή του '59 και ήμουνα δώδεκα, δεκατριών χρονών και δε θυμάμαι ποιο ήταν το δικό μου το μυθιστόρημα, θυμάμαι όμως αυτό που διάβαζε η μητέρα. «Ντεζιρέ» της Anne Marie Selinco, σε μετάφραση Μάγδας Καϊναδά, διακόσμηση Γιώργου Βαρλάμου, Εκδόσεις Μπεργάδη, 1954.
'Ενα χοντρό, πολυσέλιδο βιβλίο, με ένα παράξενο εξώφυλλο. Μπλε πλαστικό, δίχως κανένα όνομα ή τίτλο. Παρά μοναχά στη ράχη έγραφε το όνομα της ηρωίδας. Ντεζιρέ. Τίποτε άλλο. Περίεργο δέσιμο. μάλλον φτηνό κι όμως μ'ένα δικό του τρόπο ζωντανό. Αν έπεφταν πάνω του οι αχτίνες του ήλιου, μαλάκωνε, κολλούσε στα χέρια σου, γινόταν ένα με το δέρμα.
Αν θυμάμαι καλά το είχε κάνει δώρο στη μητέρα ο πατέρας μου. ‘Ισως γιατί πριν κάποια χρόνια εκείνη είχε δει την ομώνυμη ταινία με την Τζην Σίμονς και τον Μπάρτον στο ρόλο του Ναπολέοντα και πολύ της είχε αρέσει.
(Η Ντεζιρέ, κόρη έμπορου μεταξωτών από τη Μασσαλία, υπήρξε μνηστή του Ναπολέοντα και στη συνέχεια παντρεύτηκε τον στρατάρχη Βερναρδότη, κατοπινό βασιλιά της Σουηδίας) Στο προσωπικό μου άλμπουμ υπάρχει μεταξύ άλλων και μια
φωτογραφία που ιδιαίτερα αγαπώ. Η μητέρα καθισμένη σε μια πάνινη πλιάν, στη μεγάλη βεράντα του Mon Repos, ακουμπά το κεφάλι στο αριστερό της χέρι και πάνω στα σταυρωμένα πόδια της ανοιγμένο το χοντρό βιβλίο. Το βλέμμα της απόλυτα χωμένο στις σελίδες φανερώνει πως κάπου ταξίδευε -εκείνο τα μαγικό ταξίδι που σου
προσφέρει η λογοτεχνία.
Πότε άρχισα κι εγώ το δικό μου ταξίδι με τη συντροφιά της Ντεζιρέ; Εκείνο τάχα το ίδιο καλοκαίρι ή μήπως το επόμενο χειμώνα; Α, μάλλον σύντομα. Η μητέρα αγάπησε τη Ντεζιρέ και δεν νομίζω να υπήρξε κάτι που εκείνη να θαύμασε και που να μην
βιάστηκα κι εγώ να γνωρίσω.
Στα χρόνια που ακολούθησαν εκείνο το καλοκαίρι διάβασα τόσα μα τόσα βιβλία. Μυθιστορήματα, ποιήματα, συλλογές διηγημάτων, παραμύθια, δοκίμια, επιστολές, ιστορικά...Πόσα, άραγε;Ποτέ μου δεν τα μέτρησα και μου είναι δύσκολο να πω πόσα από αυτά ήταν αριστουργήματα, πόσα ξεχάστηκαν και πoιά ήταν εκείνα που με
σημαδέψαν τόσο σαν άνθρωπο όσο και σαν συγγραφέα.
Αλλά τη σχέση που δημιούργησα με τη «Ντεζιρέ» με κανένα άλλο βιβλίο δεν μπόρεσα να φτιάξω. Πρέπει να είναι πάνω από δώδεκα οι φορές που το διάβασα ολάκερο και αμέτρητες -κυριολεχτώ με το αμέτρητες- εκείνες που διάβασα
αποσπάσματά του.
Γιατί; Δεν έχω απάντηση σίγουρη. 'Ισως να ήταν η αισιοδοξία που πηγάζει από τον τρόπο γραφής του.Μπορεί εκείνο το ολοζώντανο συνταίριασμα του ιστορικού γεγονότος με τη μυθοπλασία. 'Ισως το ότι σε μπάζει στα ιδιαίτερα ανθρώπων που σημάδεψαν την
ανθρωπότητα, μα και παράλληλα σου μιλά για τα πρόσωπα που έζησαν στο παρασκήνιο και που όμως με το δικό τους τρόπο -πολύ πιο ανθρώπινο από αυτόν των πρωταγωνιστών της ιστορίας- βάλανε τη σφραγίδα τους στα γεγονότα της εποχής τους.
'Ισως και τίποτε απ'όλα αυτά να μην ίσχύε και νάταν μόνο κάποιες δικές μου εντελώς προσωπικές ανάγκες -η τάση της ηλικίας μου προς τον ρομαντισμό, η διάθεσή μου να πιστέψω πως η ζωή μπορεί να δημιουργήσει το ξάφνιασμα.
Ποτέ μου δε θεώρησα τούτο το μυθιστόρημα πως ήταν ένα αριστούργημα, ένα έργο από αυτά που αξίζουν να μείνουν αθάνατα.
Η Σελίνκο ποτέ δεν πίστεψα πως ήταν εφάμιλλη του Σώμερσετ Μωμ,του Καζαντζάκη,του Φλωμπέρ,του Ζολά,του Καραγάτση -συγγραφείς όλοι αυτοί που μου άνοιγαν τα λογοτεχνικά οράματα της πρώτης-πρώτης νιότης μου.
Αλλά ήταν ένας έρωτας -ίσως η πρώτη αγάπη μου (άδολη, αγνή, ολόφρεσκια,τρυφερά πληγωμένη) να ήταν η Ντεζιρέ της Σελίνκο.
Και από αυτήν να έμαθα πως ότι θαυμάζουμε, δεν είναι πάντα αυτό που θέλουμε και μαζί του να ζήσουμε. Πάνε χρόνια τώρα που η «Ντεζιρέ» βρίσκεται σε κάποιο ράφι
της βιβλιοθήκης μου. Πάνε χρόνια τώρα που αγγίζω το μπλε πλαστικό της εξώφυλλο (πάντα ικανό να γίνει ένα με το δέρμα) μόνο όταν πρέπει να ξεσκονίσω τα βιβλία ή να τους αλλάξω θέση.
'Ενα ακόμα βιβλίο από εκείνα που κάποτε διάβασα και που ίσως ποτέ να μην ξαναξεφυλλίσω. Βέβαια ήταν ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που πρότεινα στην κόρη μου και χάρηκα όταν την έβλεπα να ξενυχτά για να το τελειώσει.Αλλά η δικιά μου ιστορία με την Ντεζιρέ έχει πια λήξει.'Εληξε μαζί με εκείνα τα καλοκαίρια, είναι ένα παρελθόν ,μια ανάμνηση δίπλα στην παραθαλάσσια «Ηλέκτρα», στην αέρινη 'Ωντρευ και στη μητέρα που ήξερε να μετατρέπει το πεζό τώρα σε διαχρονική μαγεία.
'Εχω πια διαμορφωμένα γούστα και με τρόπο μάλιστα απόλυτα αυστηρό. Ο χρόνος μου είναι τόσο πολύτιμος που δεν μπορεί να χωρέσει ιστορικά ρομάντζα. Αλλά...αλλά κάπου μέσα μου κάτι αναπνέει, κάτι ολότελα αυτόνομο από τη λογική των ιδεών μου.
'Ενα παιδί είναι που θέλει πάντα να ονειρεύεται, να πιστεύει πως το μέλλον μπορεί να κρύβει την έκπληξη.'Eνα παιδί,ένας έφηβος που δεν ξεχνά τον πρώτο του έρωτα. Και που μόλις βρει την ευκαιρία -να όπως τούτη τη στιγμή- δηλώνει την παρουσία του και
καταγράφει τα όνειρα που δεν δέχεται ότι έχουν πεθάνει.
Αγαπητοί φίλοι
Η καλλιέργεια στα παιδιά της έννοιας του υπεύθυνου αναγνώστη - κριτή σε αντίθεση με τον αναγνώστη- καταναλωτή είναι το ουσιαστικό ζήτημα που κρύβεται πίσω από ένα τίτλο διάλεξης του τύπου «Κριτήρια επιλογής βιβλίων για παιδιά και νέους».Γιατί τί άλλο μπορεί να έχουμε στο νου όταν θέλουμε να διαλέξουμε ένα βιβλίο για κάποιο παιδί, από το να κάνουμε αυτό το παιδί να αγαπήσει το διάβασμα και τη λογοτεχνία, που πάει να πει να του δημιουργήσουμε μια υπεύθυνη και ευαίσθητη λογοτεχνική συνείδηση.
Αλλά επειδή ένας θέμα το αναπτύσσεις μόνο αν καλά το γνωρίζεις και επειδή εκείνο που καλά γνωρίζεις είναι το ότι έχεις βαθιά βιώσει, γι αυτό ας μου επιτρέψετε να είμαι κάπως εξομολογητικός, να κρατήσω μια νότα προσωπικής καταγραφής στα όσα έχω σκοπό να σας παρουσιάσω.
'Ετσι λοιπόν, επέστρεψα -και εξακολουθώ να μένω για λίγο ακόμα- στα παιδικά μου χρόνια, εκεί γύρω στη δεκαετία του 50, στα παιδικά και στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια , και θυμάμαι τα βιβλία που διάβαζα, θυμάμαι τη σχέση που με το καθένα από αυτά με έδενε.
Με το καθένα από αυτά, έγραψα και θέλω να το τονίσω και πάλι. Με το καθένα. Γιατί υπήρχαν βιβλία που αγάπησα και άλλα που μόνιμα με αφήναν αδιάφορο. Βέβαια εκείνα τα χρόνια πολλά παιδικά βιβλία δεν υπήρχαν, πολλά με την εικόνα που σήμερα έχουμε για την παραγωγή των εκδόσεων αυτού του χώρου. Αλλά υπήρχαν. Και βέβαια πρώτα, τότε όπως και τώρα, τα μυθιστορήματα του Βερν και της Δέλτα. Αλλά ήταν και άλλα, ξένα ίσως τα πιο πολλά και ανάμεσα τους τα έργα του Τουαίν, του Ντίκενς, του Ουγκώ, αλλά και κάποιων όχι τόσο γνωστών συγγραφέων, με θέματα ιπποτικά ή της βικτοριανής εποχής. Υπήρχαν και ελληνικά. Λίγα λαϊκά παραμύθια σε διασκευή και κάποια με ιστορίες από το εθνικό παρελθόν μας (εδώ ο Τάκης Λάππας βασίλευε με τις αναπλάσεις του για τα πρόσωπα του 21) και άλλα συγγραφέων που σήμερα αναφέρω το όνομά τους με σεβασμό, σήμερα όμως που έχω μελετήσει το χώρο, μα που τότε δεν έμενα στο όνομα και έτσι σχεδόν αγνοούσα τη συντροφιά που μου προσέφεραν η Πιπίνα Τσιμικάλη, η Γεωργία Ταρσούλη, ο 'Αλκης Τροπαιάτης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη και μόνο η θεία Λένα μου έκανε γνωστή την παρουσία της, σχεδόν μου την επέβαλε με τις καθημερινές ραδιοφωνικές εκπομπές της.
Αυτά ήταν τα βιβλία που υπήρχαν γύρω μου. Μέσα σ'ένα σπιτικό που ίσως να μην είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, αλλά που όμως τα λίγα βιβλία που βρισκόντουσαν στα ραφάκια της αντιμετωπίζοντας με σεβασμό από τους δικούς μου, το πατέρα και τη μητέρα μου.
Πως φτάναν τα βιβλία αυτά στα χέρια μου; Νομίζω πως πρέπει να ήταν ελάχιστα εκείνα που εγώ είχα μόνος μου και μέσα σ'ένα βιβλιοπωλείο διαλέξει. Σχεδόν όλα τους ήταν δώρα των γονιών, των συγγενών και των φίλων.
Και οι μεν γονείς μου ξέρανε τα γούστα μου κι έτσι όσα βιβλία μου χαρίζανε -μπορώ ακόμα και τα ξεχωρίζω από τις όλο έγνοια κι αγάπη αφιερώσεις τους- ήταν από εκείνα που μου αρέσανε. Παραμύθια, ιπποτικά και τρυφερές ιστορίες του παρελθόντος. Αλλά οι άλλοι όλοι -συγγενείς και γνωστοί- μου φέρνανε βιβλία διαλεγμένα όχι με βάση τα δικά μου γούστα, αλλά σύμφωνα με τις επιλογές που η κρατούσα άποψη (από ποιους και με ποιους τρόπους δημιουργημένη;) τους έκανε να επιλέγουν. Βερν και Δέλτα και ήρωες του 21.
'Ισως να ήμουνα η εξαίρεση, αλλά το Βέρν ποτέ μου δεν τον αγάπησα. Η επιστημονική φαντασία του με απωθούσε. Και από τα έργα της Δέλτα μόνο το «Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου» με κράτησε δέσμιο της πλοκής και των οραμάτων του. 'Οσο για τους ήρωες του 21 -α, αυτοί μου δημιουργούσαν αισθήματα ενοχής. Η πατριωτική τους έξαρση είχε κάτι το έντονα πολεμικό που λες και περιφρονούσε τη δικιά μου φιλειρηνική στάση. Προσωπικά βιώματα και υπέροχα υποκειμενικές αναγνώσεις. Αργότερα , πολύ αργότερα θα στεκόμουνα ικανός να ερμηνεύσω εκείνα τα παιδικά συναισθήματα βασισμένος πάνω σε ψυχολογικές και πολιτικές ερμηνείες. Αργότερα όμως. Τότε απλώς τα βίωνα και απολάμβανα τις ταυτίσεις και τις αντιθέσεις.
Σε μια εποχή ,λοιπόν, όπου η λογοτεχνία για παιδιά χτυπιότανε από την άποψη του ότι στερεί χρόνο από τα διαβάσματα του σχολείου, εγώ αφηνόμουνα ελεύθερος από τους γονείς μου να ταξιδεύω στις λογοτεχνικές θάλασσες με χάρτες φτιαγμένους σύμφωνα με τις δικές μου απόψεις, τα δικά μου γούστα, τις ολότελα προσωπικές επιθυμίες μου. Και το ίδιο συνεχίστηκε και όταν έγινα έφηβος. Βέβαια τότε τα βιβλία δώρα από τους γνωστούς ελαττώθηκαν, σχεδόν σταμάτησαν (τι να δόσεις σε ένα έφηβο να διαβάσει, που και το ενδιαφέρον του να κρατά και εποικοδομητικό και ηθοπλαστικό να είναι;), αλλά εγώ πια είχα γίνει λάτρης της λογοτεχνίας κι είχα πάντα την υποστήριξη των γονιών μου που ποτέ δε μου αρνήθηκαν χαρτζιλίκι προορισμένο για την αγορά ενός μυθιστορήματος.
Σιγά - σιγά και υπόγεια ανακάλυπτα με τρόπους τόσο ανάκατους που ακόμα και τώρα δεν μπορώ να ξεμπλέξω, τους ποιητές και τους συγγραφείς μας. « Ο βοριάς που τα αρνάκια παγώνει» μου έφερνε δάκρυα στα μάτια και με οδηγούσε στο ξεφύλλισμα της ανθολογίας του Αποστολίδη. Ουράνης, Χατζόπουλος, Γρυπάρης, Καρυωτάκης, ξαφνικά Ρίτσος, κάποια θεϊκή στιγμή Καβάφης και ο Ελύτης μου αντιστεκότανε, όταν όλοι μιλούσαν για το μεγαλείο του.'Επρεπε να αγαπήσω τον Σεφέρη; Αλλά την ίδια στιγμή ο επιβεβλημένος από τα σχολικά αναγνώσματα Βιζυηνός μου κρατιόταν σε απόσταση, ίδια μ' αυτήν του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίνη. Αχ, αυτή η καθαρεύουσα, και να που θα περνούσαν χρόνια για να πεισθώ αυτόβουλα για τη μαγεία των δυο αγίων των γραμμάτων μας, για το πάθος του καταραμένου τρελλού.Είχε όμως τόση άραγε σημασία αυτή η καθυστέρηση, μιας και υπήρχαν τα μυθιστορήματα του Μυριβήλη, του Βενέζη, κάποια στιγμή σεξουαλικού ξυπνήματος του Καραγάτση -και επιτέλους η αντίθεση μιας εφηβικής στάσης έβρισκε την έκφρασή της στα διηγήματα του Σαμαράκη. Από κει και πέρα ο δρόμος είχε ανοίξει. Οι προσωπικές επιλογές κονταροχτυπήθηκαν με τις ιστορίες και τις κριτικές της λογοτεχνίας.
Η αναγνωστική μου ταυτότητα είχε αποκτήσει τα εντελώς προσωπικά χαρακτηριστικά της.
Σήμερα είμαι και εγώ ο ίδιος ένας συγγραφέας. Τα πιο πολλά από τα βιβλία μου απευθύνονται σε παιδιά και πολύ συχνά αναρωτιέμαι αν οι αναγνώστες μου επιλέγουν τα έργα μου γιατί τους αρέσουν και μόνοι τους τα διάλεξαν ή γιατί κάποιοι ενήλικοι τους τα πρόσφεραν ή και τους επέβαλαν να τα αγοράσουν. Και είναι κάτι ακόμα που συχνά αναρωτιέμαι. Αν τα βιβλία μου αγοράζονται έστω και από τους γονείς ή αν συστήνονται από τους εκπαιδευτικούς ,όχι γιατί το περιεχόμενο τους έχει μπορέσει να πείσει με την όποια μπορεί να διαθέτει αισθαντικότητά του, αλλά γιατί το όνομα μου έχω καταφέρει να το επιβάλω ή γιατί οι εκδότες μου διαθέτουν ένα πολύ δυναμικό μηχανισμό προβολής και διάδοσης.
Κυκλοφορούν τόσα βιβλία. Αν τα δεις στα ράφια και τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλα.'Ολα τους έχουν φανταχτερά εξώφυλλα, όλα τους έχουν κάποια περίληψη στο οπισθόφυλλο τους (λες και στη λογοτεχνία σημασία έχει μόνο το τι λέγεται και όχι το πως λέγεται), όλα τους έχουν και μια βοηθητική σημείωση για παιδιά από 10 έως 12 χρονών, για παιδιά από 12 και πάνω (λες και η λογοτεχνία έχει νούμερα σαν να είναι παπούτσια ή σακάκια).
Βοηθητικά στοιχεία όλα αυτά -θα μου πείτε- για τον υποψήφιο αγοραστή που πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε τόσους, μα τόσους τίτλους.
Κι έπειτα είναι κι όλες αυτές οι εκδηλώσεις για το παιδικό βιβλίο που διοργανώνονται σε σχολεία, μέσα στις τάξεις και που όλες τους στόχο τους έχουν να κάνουν τα παιδιά να πιστέψουν στην αξία της λογοτεχνίας.'Ομως όλα τα βιβλία που εκτίθενται είναι άξια να θεωρούνται ως προϊόντα της τέχνης του λόγου;
Αλλά να μη ξεχάσουμε και τα έντυπα, ακόμα και τα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης -το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Σπάνια ασχολούνται με τη παιδική λογοτεχνία, αλλά ποτέ δεν παραλείπουν εκεί κάπου γύρω από τα Χριστούγεννα και τις καλοκαιρινές διακοπές να κάνουν αφιερώματα για το παιδικό βιβλίο, τους συγγραφείς και τους εικονογράφους του. Αφιερώματα γενικόλογα, που μαρτυρούν ότι ο δημοσιογράφος που τα διεκπεραιώνει ελάχιστα γνωρίζει για το θέμα και έτσι αναλώνει το χώρο ή το χρόνο που του διατίθεται σε ασαφείς γενικεύσεις, σε χιλιοειπωμένα συμπεράσματα, σε ξεπερασμένους προβληματισμούς.Αλλά μήπως αυτό που κάνει ο δημοσιογράφος δεν είναι τίποτε το διαφορετικό από την γενική άποψη που επικρατεί σε όσους τον διαβάζουν;
Κανείς και πουθενά δε αντιμετωπίζει το λογοτεχνικό παιδικό βιβλίο σαν μια έκφραση καλλιτεχνικής δημιουργίας, σαν μια πρόταση αισθητικής ερμηνείας κάποιου θέματος, σαν ένα παιχνίδι ανάμεσα στη ψυχαγωγία και τη γνώση.
Μια μαζικοποίηση της λογοτεχνικής παραγωγής, μια ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων κάθε συγγραφέα. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα το σημερινό παιδί συναντά τη Τέχνη του Λόγου.
Κανείς δεν του μιλά για την απόλαυση της ανάγνωσης, για την εντελώς προσωπική σχέση που μπορεί να δημιουργήσει με το κάθε κείμενο. Κανείς δε του εξηγεί πως έχει το δικαίωμα κάτι να του αρέσει και κάτι όχι, αλλά και κανείς δε του αναφέρει και την αντίστοιχη υποχρέωση πως προτού αποφασίσει πρέπει να σκεφτεί ,να ρωτήσει, να πειραματισθεί, ίσως και να περιμένει.
Αντίθετα το παιδί ως αναγνώστη το θέλουμε καθαρά ως ένα καταναλωτικό όν. Και έτσι προσπαθούμε να το πείσουμε να αγοράσει πολλά βιβλία, χωρίς να του αναπτύσσουμε τα κριτήρια με τα οποία θα πρέπει να τα επιλέγει. Προσπαθούμε να το κάνουμε να αγοράσει το βιβλίο, όχι γιατί από μια τέτοια συνάντηση θα έχει να κερδίσει μια εσωτερική διαδρομή ψυχικών ανατάσεων και πνευματικών προβληματισμών, αλλά γιατί ίσως μέσα στις σελίδες θα αποκρυπτογραφήσει τον γρίφο που θα τον οδηγήσει στην απόκτηση μιας θολής κοινωνικής και εκπαιδευτικής αναγνώρισης .
Ανάμεσα στην εποχή που εγώ ήμουνα παιδί και στη σημερινή, ένα τεράστιο ιδεολογικό φράγμα παρεμβάλλεται στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας. Την ελεύθερη ανίχνευση την έχει αντικαταστήσει η προγραμματισμένη προπαγάνδα.
Βέβαια ξέρω πως οι εποχές δεν γυρίζουν πίσω, όπως και ξέρω πως δε θα πρέπει να ωραιοποιήσω το χτες σε σχέση με το σήμερα.
'Όμως η εικόνα της μαζικοποίησης της λογοτεχνίας και η παράλληλη δημιουργία ενός αναγνώστη -παθητικού καταναλωτή, ας μου επιτρέψετε να με τρομάζει.
Αλλά τί έχω σ'όλα αυτά να αντιπροτείνω; Και πως εγώ αντιδρώ;
Θα απαντήσω πρώτα στο δεύτερο ερώτημα. Πώς εγώ αντιδρώ.
'Ενας συγγραφέας το μόνο -και σίγουρα το πιο ουσιαστικό που έχει να κάνει- είναι να μπολιάσει το έργο του με τα στοιχεία εκείνα που ο ίδιος πιστεύει πως πρέπει να γνωρίσουν οι αναγνώστες του. 'Ετσι γράφω χωρίς συνταγές, αφήνω τα όνειρα μου να κατευθύνουν τις εμπνεύσεις μου και ξεχνώ ή πιο σωστά αδιαφορώ αν αυτά που γράφω θα αρέσουν σε πολλούς ή λίγους.
Μα θα μου πείτε πως δέχομαι τα έργα μου να εντάσσονται σε διάφορες σειρές, να έχουν όσο πιο ελκυστικά εξώφυλλα γίνεται και πάνω τους αφήνω να μπαίνει εκείνη η περιοριστική ένδειξη:για παιδιά από τόσο έως τόσο χρόνων.
Ναι το κάνω, αν δεν το έκανα θα κινδύνευα να βλέπω τα βιβλία μου να σκονίζονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων και να αραχνιάζουν στις αποθήκες των εκδοτών μου. Και αν κάτι τέτοιο συνέβαινε τότε δύσκολα κάποιος θα αποφάσιζε να επενδύσει στη δουλειά μου. Μη μου ζητάτε, μη ζητάτε από τους συγγραφείς να αυτοκτονήσουν εκδοτικά.
Και τώρα τό τι προτείνω.
Προτείνω, λοιπόν, να προβάλλεται το λογοτεχνικό παιδικό βιβλίο όχι σαν καταναλωτικό αγαθό, αλλά ως μια περίπτωση δημιουργίας προσωπικής σχέσης ανάμεσα στον αναγνώστη και τον συγγραφέα.
Προτείνω να βοηθήσουμε τα παιδιά να μάθουν , να ασκηθούν στην κριτική ανάγνωση. Να τους μάθουμε να ανακαλύπτουν τη μαγεία που κάποιο κείμενο μπορεί για το καθένα από αυτά και μόνο για το καθένα να κρύβει.
Προτείνω οι διάφορες εκδηλώσεις οι σχετικές με το βιβλίο για παιδιά και νέους να μη στηρίζονται σε γενικότητες του τύπου «η αξία της παιδικής λογοτεχνίας» και του «Κέρδη και κριτήρια επιλογής». Τέτοιας μορφής εκδηλώσεις μέχρι πριν από κάποια χρόνια είχαν νόημα ύπαρξης, όταν ακόμα έπρεπε το κοινό να πεισθεί για την αξία της παιδικής λογοτεχνίας. Τώρα κανείς κάτι τέτοιο δεν το αμφισβητεί, κι έτσι πρέπει να προχωρήσουμε σε πιο συγκεκριμένα και εξειδικευμένα θέματα.Αναγνώσεις και αναλύσεις συγκεκριμένων έργων. Συναντήσεις με συγγραφείς αφού πρώτα τα παιδιά έχουν διαβάσει έστω και ένα έργο τους.
Ζητώ από τα ΜΜΕ να αντιμετωπίσουν με αυστηρότητα και όχι με συγκαταβατική συμπάθεια τα έργα και τους δημιουργούς τους. Ζητώ να προβάλουν τα προϊόντα του χώρου με απόψεις που να δείχνουν σεβασμό στη λογοτεχνική παραγωγή.
Ζητώ και προτείνω στους ενήλικες να ενημερώνονται και οι ίδιοι για το τι γράφεται και κυκλοφορεί και όλα να τα κρίνουν όχι ως λογοτεχνικά υποκατάστατα, αλλά να τα αντιμετωπίζουν με αυστηρές προδιαγραφές .
Στην ουσία προτείνω να θυμηθούμε εκείνα τα χρόνια του 50, να θυμηθούμε πως αυτά ήταν που έφεραν τα χρόνια της δεκαετίας του 60 και να μην ξεχνάμε πως τα προϊόντα της κάθε τέχνης δε χωρίζονται με στεγανά αναμεταξύ τους. Το καλό βιβλίο ζητά τη συντροφιά της καλής μουσικής, της σωστής ζωγραφικής, του καλού θεάτρου, του σωστού κινηματογράφου,
Ξεκίνησα αυτή τη ομιλία μου με αναφορές στην παιδική μου ηλικία. Δεν το έκανα για να μιλήσω έτσι μόνο και μόνο για τον εαυτό μου. Το έκανα για να στήσω την ανάμνηση μιας εποχής που όλοι μας λίγο ή πολύ έχουμε γνωρίσει και για να θυμίσω τους παράγοντες εκείνους που έφεραν μια πνευματική άνοιξη στον τόπο μας.
Οι εποχές αλλάζουν μαζί με τις συνθήκες που κάθε φορά επικρατούν. Τώρα ζούμε σε μιαν άλλη εποχή, υπάρχουν άλλες συνθήκες, αλλά οι αξίες μπορεί να μένουν -αν τις πιστεύουμε- αναλλοίωτες και πάντα βρίσκονται νέοι τρόποι για να υποστηριχτούνε.
'Ισως θα έπρεπε να ήμουν περισσότερο αναλυτικός σε ότι αφορά προτάσεις και κανόνες. Δεν το έκανα και γιατί κι εγώ ακόμα ψάχνω το όλο θέμα και πειραματίζομαι στις όποιες αντιδράσεις μου, αλλά και γιατί θεώρησα πιο σημαίνον να τονίσω την ύπαρξη του προβλήματος, να βοηθήσω στη συνειδητοποίηση του.
Μίλησα με την πείρα 40 τόσων βιβλίων και κοντά πενήντα χρόνων αναγνωστικού πάθους.
Και αφήστε με να κλείσω με την περιγραφή ενός οράματος, μιας αν θέλετε ουτοπίας.
Ονειρεύομαι, λοιπόν, κάποια μέρα, που τα λογοτεχνικά βιβλία θα πλησιάζουν τα κάθε παιδί με όλη τους την ιδιαιτερότητα και με την καθαρή λογοτεχνική τους υπόσταση. Εκείνη τη μέρα που στα οπισθόφυλλα των βιβλίων δεν θα υπάρχουν προτεινόμενες ηλικίες αναγνωστών, αλλά κρίσεις και απόψεις για το έργο και το θέμα του.
Τα ονειρεύομαι όλα αυτά και ξέρω πως ίσως ποτέ δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα. 'Οσο όμως πιο τολμηρά είναι τα όνειρά μας, τόσο πιο υψηλά φτάνουν τα αποτελέσματα των πρακτικών εφαρμογών μας.
Ξενοδοχείο Mon Repos και τα βράδια στον κινηματογράφο Ηλέκτρα η 'Ωντρευ Χέμπορν έκανε τους ευκαλύπτους που ακουμπάγανε στη θάλασσα να μουρμουρίζουν «Σαμπρίνα, Σαμπρίνα, Σαμπρίνα...»
Τυρόπιτες στου Ταμπόση και ποδήλατα νοικιασμένα με την μέρα και πλανόδιοι φωτογράφοι να σου προσφέρουν τις αναμνήσεις του χειμώνα που παραφύλαγε
Μελτέμια και στα τραπεζάκια της Αίγλης κυρίες με πολύχρωμα φορέματα και μονόχρωμες εσάρπες , κύριοι με κοντομάνικα πουκάμισα και λεπτά σακάκια, παιδιά με κοκκινισμένα από το θαλασσινό αλάτι μάτια, παρακολουθούσαν τα ζευγαράκια να
διαγωνίζονται στο ταγκό, στο τσα-τσα, στο μάμπο. Και τα πρωινά, στα παγκάκια του πάρκου ή στις ψάθινες καρέκλες του ξενοδοχείου μαζί με τον καφέ και την ασημοτυλιγμένη «Λαϊδα», μια δυο ώρες πριν από το μπάνιο ή την πρώτη παρτίδα του κουμ καν, η ανάγνωση του μυθιστορήματος που είχε επιλεχθεί για κείνον τον Αύγουστο
-έναν ακόμα μυθικό Αύγουστο, μιας μυθικής δεκαετίας, σ'ένα Λουτράκι που δεν υποψιαζότανε τον επερχόμενο βιασμό της ανοικοδόμησης.
Καλοκαίρι του '58 ή του '59 και ήμουνα δώδεκα, δεκατριών χρονών και δε θυμάμαι ποιο ήταν το δικό μου το μυθιστόρημα, θυμάμαι όμως αυτό που διάβαζε η μητέρα. «Ντεζιρέ» της Anne Marie Selinco, σε μετάφραση Μάγδας Καϊναδά, διακόσμηση Γιώργου Βαρλάμου, Εκδόσεις Μπεργάδη, 1954.
'Ενα χοντρό, πολυσέλιδο βιβλίο, με ένα παράξενο εξώφυλλο. Μπλε πλαστικό, δίχως κανένα όνομα ή τίτλο. Παρά μοναχά στη ράχη έγραφε το όνομα της ηρωίδας. Ντεζιρέ. Τίποτε άλλο. Περίεργο δέσιμο. μάλλον φτηνό κι όμως μ'ένα δικό του τρόπο ζωντανό. Αν έπεφταν πάνω του οι αχτίνες του ήλιου, μαλάκωνε, κολλούσε στα χέρια σου, γινόταν ένα με το δέρμα.
Αν θυμάμαι καλά το είχε κάνει δώρο στη μητέρα ο πατέρας μου. ‘Ισως γιατί πριν κάποια χρόνια εκείνη είχε δει την ομώνυμη ταινία με την Τζην Σίμονς και τον Μπάρτον στο ρόλο του Ναπολέοντα και πολύ της είχε αρέσει.
(Η Ντεζιρέ, κόρη έμπορου μεταξωτών από τη Μασσαλία, υπήρξε μνηστή του Ναπολέοντα και στη συνέχεια παντρεύτηκε τον στρατάρχη Βερναρδότη, κατοπινό βασιλιά της Σουηδίας) Στο προσωπικό μου άλμπουμ υπάρχει μεταξύ άλλων και μια
φωτογραφία που ιδιαίτερα αγαπώ. Η μητέρα καθισμένη σε μια πάνινη πλιάν, στη μεγάλη βεράντα του Mon Repos, ακουμπά το κεφάλι στο αριστερό της χέρι και πάνω στα σταυρωμένα πόδια της ανοιγμένο το χοντρό βιβλίο. Το βλέμμα της απόλυτα χωμένο στις σελίδες φανερώνει πως κάπου ταξίδευε -εκείνο τα μαγικό ταξίδι που σου
προσφέρει η λογοτεχνία.
Πότε άρχισα κι εγώ το δικό μου ταξίδι με τη συντροφιά της Ντεζιρέ; Εκείνο τάχα το ίδιο καλοκαίρι ή μήπως το επόμενο χειμώνα; Α, μάλλον σύντομα. Η μητέρα αγάπησε τη Ντεζιρέ και δεν νομίζω να υπήρξε κάτι που εκείνη να θαύμασε και που να μην
βιάστηκα κι εγώ να γνωρίσω.
Στα χρόνια που ακολούθησαν εκείνο το καλοκαίρι διάβασα τόσα μα τόσα βιβλία. Μυθιστορήματα, ποιήματα, συλλογές διηγημάτων, παραμύθια, δοκίμια, επιστολές, ιστορικά...Πόσα, άραγε;Ποτέ μου δεν τα μέτρησα και μου είναι δύσκολο να πω πόσα από αυτά ήταν αριστουργήματα, πόσα ξεχάστηκαν και πoιά ήταν εκείνα που με
σημαδέψαν τόσο σαν άνθρωπο όσο και σαν συγγραφέα.
Αλλά τη σχέση που δημιούργησα με τη «Ντεζιρέ» με κανένα άλλο βιβλίο δεν μπόρεσα να φτιάξω. Πρέπει να είναι πάνω από δώδεκα οι φορές που το διάβασα ολάκερο και αμέτρητες -κυριολεχτώ με το αμέτρητες- εκείνες που διάβασα
αποσπάσματά του.
Γιατί; Δεν έχω απάντηση σίγουρη. 'Ισως να ήταν η αισιοδοξία που πηγάζει από τον τρόπο γραφής του.Μπορεί εκείνο το ολοζώντανο συνταίριασμα του ιστορικού γεγονότος με τη μυθοπλασία. 'Ισως το ότι σε μπάζει στα ιδιαίτερα ανθρώπων που σημάδεψαν την
ανθρωπότητα, μα και παράλληλα σου μιλά για τα πρόσωπα που έζησαν στο παρασκήνιο και που όμως με το δικό τους τρόπο -πολύ πιο ανθρώπινο από αυτόν των πρωταγωνιστών της ιστορίας- βάλανε τη σφραγίδα τους στα γεγονότα της εποχής τους.
'Ισως και τίποτε απ'όλα αυτά να μην ίσχύε και νάταν μόνο κάποιες δικές μου εντελώς προσωπικές ανάγκες -η τάση της ηλικίας μου προς τον ρομαντισμό, η διάθεσή μου να πιστέψω πως η ζωή μπορεί να δημιουργήσει το ξάφνιασμα.
Ποτέ μου δε θεώρησα τούτο το μυθιστόρημα πως ήταν ένα αριστούργημα, ένα έργο από αυτά που αξίζουν να μείνουν αθάνατα.
Η Σελίνκο ποτέ δεν πίστεψα πως ήταν εφάμιλλη του Σώμερσετ Μωμ,του Καζαντζάκη,του Φλωμπέρ,του Ζολά,του Καραγάτση -συγγραφείς όλοι αυτοί που μου άνοιγαν τα λογοτεχνικά οράματα της πρώτης-πρώτης νιότης μου.
Αλλά ήταν ένας έρωτας -ίσως η πρώτη αγάπη μου (άδολη, αγνή, ολόφρεσκια,τρυφερά πληγωμένη) να ήταν η Ντεζιρέ της Σελίνκο.
Και από αυτήν να έμαθα πως ότι θαυμάζουμε, δεν είναι πάντα αυτό που θέλουμε και μαζί του να ζήσουμε. Πάνε χρόνια τώρα που η «Ντεζιρέ» βρίσκεται σε κάποιο ράφι
της βιβλιοθήκης μου. Πάνε χρόνια τώρα που αγγίζω το μπλε πλαστικό της εξώφυλλο (πάντα ικανό να γίνει ένα με το δέρμα) μόνο όταν πρέπει να ξεσκονίσω τα βιβλία ή να τους αλλάξω θέση.
'Ενα ακόμα βιβλίο από εκείνα που κάποτε διάβασα και που ίσως ποτέ να μην ξαναξεφυλλίσω. Βέβαια ήταν ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που πρότεινα στην κόρη μου και χάρηκα όταν την έβλεπα να ξενυχτά για να το τελειώσει.Αλλά η δικιά μου ιστορία με την Ντεζιρέ έχει πια λήξει.'Εληξε μαζί με εκείνα τα καλοκαίρια, είναι ένα παρελθόν ,μια ανάμνηση δίπλα στην παραθαλάσσια «Ηλέκτρα», στην αέρινη 'Ωντρευ και στη μητέρα που ήξερε να μετατρέπει το πεζό τώρα σε διαχρονική μαγεία.
'Εχω πια διαμορφωμένα γούστα και με τρόπο μάλιστα απόλυτα αυστηρό. Ο χρόνος μου είναι τόσο πολύτιμος που δεν μπορεί να χωρέσει ιστορικά ρομάντζα. Αλλά...αλλά κάπου μέσα μου κάτι αναπνέει, κάτι ολότελα αυτόνομο από τη λογική των ιδεών μου.
'Ενα παιδί είναι που θέλει πάντα να ονειρεύεται, να πιστεύει πως το μέλλον μπορεί να κρύβει την έκπληξη.'Eνα παιδί,ένας έφηβος που δεν ξεχνά τον πρώτο του έρωτα. Και που μόλις βρει την ευκαιρία -να όπως τούτη τη στιγμή- δηλώνει την παρουσία του και
καταγράφει τα όνειρα που δεν δέχεται ότι έχουν πεθάνει.
Αγαπητοί φίλοι
Η καλλιέργεια στα παιδιά της έννοιας του υπεύθυνου αναγνώστη - κριτή σε αντίθεση με τον αναγνώστη- καταναλωτή είναι το ουσιαστικό ζήτημα που κρύβεται πίσω από ένα τίτλο διάλεξης του τύπου «Κριτήρια επιλογής βιβλίων για παιδιά και νέους».Γιατί τί άλλο μπορεί να έχουμε στο νου όταν θέλουμε να διαλέξουμε ένα βιβλίο για κάποιο παιδί, από το να κάνουμε αυτό το παιδί να αγαπήσει το διάβασμα και τη λογοτεχνία, που πάει να πει να του δημιουργήσουμε μια υπεύθυνη και ευαίσθητη λογοτεχνική συνείδηση.
Αλλά επειδή ένας θέμα το αναπτύσσεις μόνο αν καλά το γνωρίζεις και επειδή εκείνο που καλά γνωρίζεις είναι το ότι έχεις βαθιά βιώσει, γι αυτό ας μου επιτρέψετε να είμαι κάπως εξομολογητικός, να κρατήσω μια νότα προσωπικής καταγραφής στα όσα έχω σκοπό να σας παρουσιάσω.
'Ετσι λοιπόν, επέστρεψα -και εξακολουθώ να μένω για λίγο ακόμα- στα παιδικά μου χρόνια, εκεί γύρω στη δεκαετία του 50, στα παιδικά και στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια , και θυμάμαι τα βιβλία που διάβαζα, θυμάμαι τη σχέση που με το καθένα από αυτά με έδενε.
Με το καθένα από αυτά, έγραψα και θέλω να το τονίσω και πάλι. Με το καθένα. Γιατί υπήρχαν βιβλία που αγάπησα και άλλα που μόνιμα με αφήναν αδιάφορο. Βέβαια εκείνα τα χρόνια πολλά παιδικά βιβλία δεν υπήρχαν, πολλά με την εικόνα που σήμερα έχουμε για την παραγωγή των εκδόσεων αυτού του χώρου. Αλλά υπήρχαν. Και βέβαια πρώτα, τότε όπως και τώρα, τα μυθιστορήματα του Βερν και της Δέλτα. Αλλά ήταν και άλλα, ξένα ίσως τα πιο πολλά και ανάμεσα τους τα έργα του Τουαίν, του Ντίκενς, του Ουγκώ, αλλά και κάποιων όχι τόσο γνωστών συγγραφέων, με θέματα ιπποτικά ή της βικτοριανής εποχής. Υπήρχαν και ελληνικά. Λίγα λαϊκά παραμύθια σε διασκευή και κάποια με ιστορίες από το εθνικό παρελθόν μας (εδώ ο Τάκης Λάππας βασίλευε με τις αναπλάσεις του για τα πρόσωπα του 21) και άλλα συγγραφέων που σήμερα αναφέρω το όνομά τους με σεβασμό, σήμερα όμως που έχω μελετήσει το χώρο, μα που τότε δεν έμενα στο όνομα και έτσι σχεδόν αγνοούσα τη συντροφιά που μου προσέφεραν η Πιπίνα Τσιμικάλη, η Γεωργία Ταρσούλη, ο 'Αλκης Τροπαιάτης, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη και μόνο η θεία Λένα μου έκανε γνωστή την παρουσία της, σχεδόν μου την επέβαλε με τις καθημερινές ραδιοφωνικές εκπομπές της.
Αυτά ήταν τα βιβλία που υπήρχαν γύρω μου. Μέσα σ'ένα σπιτικό που ίσως να μην είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, αλλά που όμως τα λίγα βιβλία που βρισκόντουσαν στα ραφάκια της αντιμετωπίζοντας με σεβασμό από τους δικούς μου, το πατέρα και τη μητέρα μου.
Πως φτάναν τα βιβλία αυτά στα χέρια μου; Νομίζω πως πρέπει να ήταν ελάχιστα εκείνα που εγώ είχα μόνος μου και μέσα σ'ένα βιβλιοπωλείο διαλέξει. Σχεδόν όλα τους ήταν δώρα των γονιών, των συγγενών και των φίλων.
Και οι μεν γονείς μου ξέρανε τα γούστα μου κι έτσι όσα βιβλία μου χαρίζανε -μπορώ ακόμα και τα ξεχωρίζω από τις όλο έγνοια κι αγάπη αφιερώσεις τους- ήταν από εκείνα που μου αρέσανε. Παραμύθια, ιπποτικά και τρυφερές ιστορίες του παρελθόντος. Αλλά οι άλλοι όλοι -συγγενείς και γνωστοί- μου φέρνανε βιβλία διαλεγμένα όχι με βάση τα δικά μου γούστα, αλλά σύμφωνα με τις επιλογές που η κρατούσα άποψη (από ποιους και με ποιους τρόπους δημιουργημένη;) τους έκανε να επιλέγουν. Βερν και Δέλτα και ήρωες του 21.
'Ισως να ήμουνα η εξαίρεση, αλλά το Βέρν ποτέ μου δεν τον αγάπησα. Η επιστημονική φαντασία του με απωθούσε. Και από τα έργα της Δέλτα μόνο το «Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου» με κράτησε δέσμιο της πλοκής και των οραμάτων του. 'Οσο για τους ήρωες του 21 -α, αυτοί μου δημιουργούσαν αισθήματα ενοχής. Η πατριωτική τους έξαρση είχε κάτι το έντονα πολεμικό που λες και περιφρονούσε τη δικιά μου φιλειρηνική στάση. Προσωπικά βιώματα και υπέροχα υποκειμενικές αναγνώσεις. Αργότερα , πολύ αργότερα θα στεκόμουνα ικανός να ερμηνεύσω εκείνα τα παιδικά συναισθήματα βασισμένος πάνω σε ψυχολογικές και πολιτικές ερμηνείες. Αργότερα όμως. Τότε απλώς τα βίωνα και απολάμβανα τις ταυτίσεις και τις αντιθέσεις.
Σε μια εποχή ,λοιπόν, όπου η λογοτεχνία για παιδιά χτυπιότανε από την άποψη του ότι στερεί χρόνο από τα διαβάσματα του σχολείου, εγώ αφηνόμουνα ελεύθερος από τους γονείς μου να ταξιδεύω στις λογοτεχνικές θάλασσες με χάρτες φτιαγμένους σύμφωνα με τις δικές μου απόψεις, τα δικά μου γούστα, τις ολότελα προσωπικές επιθυμίες μου. Και το ίδιο συνεχίστηκε και όταν έγινα έφηβος. Βέβαια τότε τα βιβλία δώρα από τους γνωστούς ελαττώθηκαν, σχεδόν σταμάτησαν (τι να δόσεις σε ένα έφηβο να διαβάσει, που και το ενδιαφέρον του να κρατά και εποικοδομητικό και ηθοπλαστικό να είναι;), αλλά εγώ πια είχα γίνει λάτρης της λογοτεχνίας κι είχα πάντα την υποστήριξη των γονιών μου που ποτέ δε μου αρνήθηκαν χαρτζιλίκι προορισμένο για την αγορά ενός μυθιστορήματος.
Σιγά - σιγά και υπόγεια ανακάλυπτα με τρόπους τόσο ανάκατους που ακόμα και τώρα δεν μπορώ να ξεμπλέξω, τους ποιητές και τους συγγραφείς μας. « Ο βοριάς που τα αρνάκια παγώνει» μου έφερνε δάκρυα στα μάτια και με οδηγούσε στο ξεφύλλισμα της ανθολογίας του Αποστολίδη. Ουράνης, Χατζόπουλος, Γρυπάρης, Καρυωτάκης, ξαφνικά Ρίτσος, κάποια θεϊκή στιγμή Καβάφης και ο Ελύτης μου αντιστεκότανε, όταν όλοι μιλούσαν για το μεγαλείο του.'Επρεπε να αγαπήσω τον Σεφέρη; Αλλά την ίδια στιγμή ο επιβεβλημένος από τα σχολικά αναγνώσματα Βιζυηνός μου κρατιόταν σε απόσταση, ίδια μ' αυτήν του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίνη. Αχ, αυτή η καθαρεύουσα, και να που θα περνούσαν χρόνια για να πεισθώ αυτόβουλα για τη μαγεία των δυο αγίων των γραμμάτων μας, για το πάθος του καταραμένου τρελλού.Είχε όμως τόση άραγε σημασία αυτή η καθυστέρηση, μιας και υπήρχαν τα μυθιστορήματα του Μυριβήλη, του Βενέζη, κάποια στιγμή σεξουαλικού ξυπνήματος του Καραγάτση -και επιτέλους η αντίθεση μιας εφηβικής στάσης έβρισκε την έκφρασή της στα διηγήματα του Σαμαράκη. Από κει και πέρα ο δρόμος είχε ανοίξει. Οι προσωπικές επιλογές κονταροχτυπήθηκαν με τις ιστορίες και τις κριτικές της λογοτεχνίας.
Η αναγνωστική μου ταυτότητα είχε αποκτήσει τα εντελώς προσωπικά χαρακτηριστικά της.
Σήμερα είμαι και εγώ ο ίδιος ένας συγγραφέας. Τα πιο πολλά από τα βιβλία μου απευθύνονται σε παιδιά και πολύ συχνά αναρωτιέμαι αν οι αναγνώστες μου επιλέγουν τα έργα μου γιατί τους αρέσουν και μόνοι τους τα διάλεξαν ή γιατί κάποιοι ενήλικοι τους τα πρόσφεραν ή και τους επέβαλαν να τα αγοράσουν. Και είναι κάτι ακόμα που συχνά αναρωτιέμαι. Αν τα βιβλία μου αγοράζονται έστω και από τους γονείς ή αν συστήνονται από τους εκπαιδευτικούς ,όχι γιατί το περιεχόμενο τους έχει μπορέσει να πείσει με την όποια μπορεί να διαθέτει αισθαντικότητά του, αλλά γιατί το όνομα μου έχω καταφέρει να το επιβάλω ή γιατί οι εκδότες μου διαθέτουν ένα πολύ δυναμικό μηχανισμό προβολής και διάδοσης.
Κυκλοφορούν τόσα βιβλία. Αν τα δεις στα ράφια και τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλα.'Ολα τους έχουν φανταχτερά εξώφυλλα, όλα τους έχουν κάποια περίληψη στο οπισθόφυλλο τους (λες και στη λογοτεχνία σημασία έχει μόνο το τι λέγεται και όχι το πως λέγεται), όλα τους έχουν και μια βοηθητική σημείωση για παιδιά από 10 έως 12 χρονών, για παιδιά από 12 και πάνω (λες και η λογοτεχνία έχει νούμερα σαν να είναι παπούτσια ή σακάκια).
Βοηθητικά στοιχεία όλα αυτά -θα μου πείτε- για τον υποψήφιο αγοραστή που πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε τόσους, μα τόσους τίτλους.
Κι έπειτα είναι κι όλες αυτές οι εκδηλώσεις για το παιδικό βιβλίο που διοργανώνονται σε σχολεία, μέσα στις τάξεις και που όλες τους στόχο τους έχουν να κάνουν τα παιδιά να πιστέψουν στην αξία της λογοτεχνίας.'Ομως όλα τα βιβλία που εκτίθενται είναι άξια να θεωρούνται ως προϊόντα της τέχνης του λόγου;
Αλλά να μη ξεχάσουμε και τα έντυπα, ακόμα και τα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης -το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Σπάνια ασχολούνται με τη παιδική λογοτεχνία, αλλά ποτέ δεν παραλείπουν εκεί κάπου γύρω από τα Χριστούγεννα και τις καλοκαιρινές διακοπές να κάνουν αφιερώματα για το παιδικό βιβλίο, τους συγγραφείς και τους εικονογράφους του. Αφιερώματα γενικόλογα, που μαρτυρούν ότι ο δημοσιογράφος που τα διεκπεραιώνει ελάχιστα γνωρίζει για το θέμα και έτσι αναλώνει το χώρο ή το χρόνο που του διατίθεται σε ασαφείς γενικεύσεις, σε χιλιοειπωμένα συμπεράσματα, σε ξεπερασμένους προβληματισμούς.Αλλά μήπως αυτό που κάνει ο δημοσιογράφος δεν είναι τίποτε το διαφορετικό από την γενική άποψη που επικρατεί σε όσους τον διαβάζουν;
Κανείς και πουθενά δε αντιμετωπίζει το λογοτεχνικό παιδικό βιβλίο σαν μια έκφραση καλλιτεχνικής δημιουργίας, σαν μια πρόταση αισθητικής ερμηνείας κάποιου θέματος, σαν ένα παιχνίδι ανάμεσα στη ψυχαγωγία και τη γνώση.
Μια μαζικοποίηση της λογοτεχνικής παραγωγής, μια ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων κάθε συγγραφέα. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα το σημερινό παιδί συναντά τη Τέχνη του Λόγου.
Κανείς δεν του μιλά για την απόλαυση της ανάγνωσης, για την εντελώς προσωπική σχέση που μπορεί να δημιουργήσει με το κάθε κείμενο. Κανείς δε του εξηγεί πως έχει το δικαίωμα κάτι να του αρέσει και κάτι όχι, αλλά και κανείς δε του αναφέρει και την αντίστοιχη υποχρέωση πως προτού αποφασίσει πρέπει να σκεφτεί ,να ρωτήσει, να πειραματισθεί, ίσως και να περιμένει.
Αντίθετα το παιδί ως αναγνώστη το θέλουμε καθαρά ως ένα καταναλωτικό όν. Και έτσι προσπαθούμε να το πείσουμε να αγοράσει πολλά βιβλία, χωρίς να του αναπτύσσουμε τα κριτήρια με τα οποία θα πρέπει να τα επιλέγει. Προσπαθούμε να το κάνουμε να αγοράσει το βιβλίο, όχι γιατί από μια τέτοια συνάντηση θα έχει να κερδίσει μια εσωτερική διαδρομή ψυχικών ανατάσεων και πνευματικών προβληματισμών, αλλά γιατί ίσως μέσα στις σελίδες θα αποκρυπτογραφήσει τον γρίφο που θα τον οδηγήσει στην απόκτηση μιας θολής κοινωνικής και εκπαιδευτικής αναγνώρισης .
Ανάμεσα στην εποχή που εγώ ήμουνα παιδί και στη σημερινή, ένα τεράστιο ιδεολογικό φράγμα παρεμβάλλεται στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας. Την ελεύθερη ανίχνευση την έχει αντικαταστήσει η προγραμματισμένη προπαγάνδα.
Βέβαια ξέρω πως οι εποχές δεν γυρίζουν πίσω, όπως και ξέρω πως δε θα πρέπει να ωραιοποιήσω το χτες σε σχέση με το σήμερα.
'Όμως η εικόνα της μαζικοποίησης της λογοτεχνίας και η παράλληλη δημιουργία ενός αναγνώστη -παθητικού καταναλωτή, ας μου επιτρέψετε να με τρομάζει.
Αλλά τί έχω σ'όλα αυτά να αντιπροτείνω; Και πως εγώ αντιδρώ;
Θα απαντήσω πρώτα στο δεύτερο ερώτημα. Πώς εγώ αντιδρώ.
'Ενας συγγραφέας το μόνο -και σίγουρα το πιο ουσιαστικό που έχει να κάνει- είναι να μπολιάσει το έργο του με τα στοιχεία εκείνα που ο ίδιος πιστεύει πως πρέπει να γνωρίσουν οι αναγνώστες του. 'Ετσι γράφω χωρίς συνταγές, αφήνω τα όνειρα μου να κατευθύνουν τις εμπνεύσεις μου και ξεχνώ ή πιο σωστά αδιαφορώ αν αυτά που γράφω θα αρέσουν σε πολλούς ή λίγους.
Μα θα μου πείτε πως δέχομαι τα έργα μου να εντάσσονται σε διάφορες σειρές, να έχουν όσο πιο ελκυστικά εξώφυλλα γίνεται και πάνω τους αφήνω να μπαίνει εκείνη η περιοριστική ένδειξη:για παιδιά από τόσο έως τόσο χρόνων.
Ναι το κάνω, αν δεν το έκανα θα κινδύνευα να βλέπω τα βιβλία μου να σκονίζονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων και να αραχνιάζουν στις αποθήκες των εκδοτών μου. Και αν κάτι τέτοιο συνέβαινε τότε δύσκολα κάποιος θα αποφάσιζε να επενδύσει στη δουλειά μου. Μη μου ζητάτε, μη ζητάτε από τους συγγραφείς να αυτοκτονήσουν εκδοτικά.
Και τώρα τό τι προτείνω.
Προτείνω, λοιπόν, να προβάλλεται το λογοτεχνικό παιδικό βιβλίο όχι σαν καταναλωτικό αγαθό, αλλά ως μια περίπτωση δημιουργίας προσωπικής σχέσης ανάμεσα στον αναγνώστη και τον συγγραφέα.
Προτείνω να βοηθήσουμε τα παιδιά να μάθουν , να ασκηθούν στην κριτική ανάγνωση. Να τους μάθουμε να ανακαλύπτουν τη μαγεία που κάποιο κείμενο μπορεί για το καθένα από αυτά και μόνο για το καθένα να κρύβει.
Προτείνω οι διάφορες εκδηλώσεις οι σχετικές με το βιβλίο για παιδιά και νέους να μη στηρίζονται σε γενικότητες του τύπου «η αξία της παιδικής λογοτεχνίας» και του «Κέρδη και κριτήρια επιλογής». Τέτοιας μορφής εκδηλώσεις μέχρι πριν από κάποια χρόνια είχαν νόημα ύπαρξης, όταν ακόμα έπρεπε το κοινό να πεισθεί για την αξία της παιδικής λογοτεχνίας. Τώρα κανείς κάτι τέτοιο δεν το αμφισβητεί, κι έτσι πρέπει να προχωρήσουμε σε πιο συγκεκριμένα και εξειδικευμένα θέματα.Αναγνώσεις και αναλύσεις συγκεκριμένων έργων. Συναντήσεις με συγγραφείς αφού πρώτα τα παιδιά έχουν διαβάσει έστω και ένα έργο τους.
Ζητώ από τα ΜΜΕ να αντιμετωπίσουν με αυστηρότητα και όχι με συγκαταβατική συμπάθεια τα έργα και τους δημιουργούς τους. Ζητώ να προβάλουν τα προϊόντα του χώρου με απόψεις που να δείχνουν σεβασμό στη λογοτεχνική παραγωγή.
Ζητώ και προτείνω στους ενήλικες να ενημερώνονται και οι ίδιοι για το τι γράφεται και κυκλοφορεί και όλα να τα κρίνουν όχι ως λογοτεχνικά υποκατάστατα, αλλά να τα αντιμετωπίζουν με αυστηρές προδιαγραφές .
Στην ουσία προτείνω να θυμηθούμε εκείνα τα χρόνια του 50, να θυμηθούμε πως αυτά ήταν που έφεραν τα χρόνια της δεκαετίας του 60 και να μην ξεχνάμε πως τα προϊόντα της κάθε τέχνης δε χωρίζονται με στεγανά αναμεταξύ τους. Το καλό βιβλίο ζητά τη συντροφιά της καλής μουσικής, της σωστής ζωγραφικής, του καλού θεάτρου, του σωστού κινηματογράφου,
Ξεκίνησα αυτή τη ομιλία μου με αναφορές στην παιδική μου ηλικία. Δεν το έκανα για να μιλήσω έτσι μόνο και μόνο για τον εαυτό μου. Το έκανα για να στήσω την ανάμνηση μιας εποχής που όλοι μας λίγο ή πολύ έχουμε γνωρίσει και για να θυμίσω τους παράγοντες εκείνους που έφεραν μια πνευματική άνοιξη στον τόπο μας.
Οι εποχές αλλάζουν μαζί με τις συνθήκες που κάθε φορά επικρατούν. Τώρα ζούμε σε μιαν άλλη εποχή, υπάρχουν άλλες συνθήκες, αλλά οι αξίες μπορεί να μένουν -αν τις πιστεύουμε- αναλλοίωτες και πάντα βρίσκονται νέοι τρόποι για να υποστηριχτούνε.
'Ισως θα έπρεπε να ήμουν περισσότερο αναλυτικός σε ότι αφορά προτάσεις και κανόνες. Δεν το έκανα και γιατί κι εγώ ακόμα ψάχνω το όλο θέμα και πειραματίζομαι στις όποιες αντιδράσεις μου, αλλά και γιατί θεώρησα πιο σημαίνον να τονίσω την ύπαρξη του προβλήματος, να βοηθήσω στη συνειδητοποίηση του.
Μίλησα με την πείρα 40 τόσων βιβλίων και κοντά πενήντα χρόνων αναγνωστικού πάθους.
Και αφήστε με να κλείσω με την περιγραφή ενός οράματος, μιας αν θέλετε ουτοπίας.
Ονειρεύομαι, λοιπόν, κάποια μέρα, που τα λογοτεχνικά βιβλία θα πλησιάζουν τα κάθε παιδί με όλη τους την ιδιαιτερότητα και με την καθαρή λογοτεχνική τους υπόσταση. Εκείνη τη μέρα που στα οπισθόφυλλα των βιβλίων δεν θα υπάρχουν προτεινόμενες ηλικίες αναγνωστών, αλλά κρίσεις και απόψεις για το έργο και το θέμα του.
Τα ονειρεύομαι όλα αυτά και ξέρω πως ίσως ποτέ δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα. 'Οσο όμως πιο τολμηρά είναι τα όνειρά μας, τόσο πιο υψηλά φτάνουν τα αποτελέσματα των πρακτικών εφαρμογών μας.