Στον τόμο περιέχονται τρία παραμύθια όπου ο γνωστός συγγραφέας, με ύφος που φέρνει στο νου παλιούς παραμυθάδες, αλλά με εικόνες και λέξεις περισσότερο ποιητικές και εντόνως περιγραφικές, μιλά για πολύτιμες ή αξετίμητες αγάπες ανθρώπων οι οποίοι, λόγω αυτών των ανεκτίμητων, σπάνιων αισθημάτων, καθαγιάστηκαν, τυλιγμένοι στη φλόγα και στον πόνο τους. Και στις τρεις ιστορίες υπάρχει η έως θανάτου αγάπη και στις τρεις υπάρχει και ο πόνος της. Πόνος όχι αβάσταχτος, μια και η αγάπη είναι «Μείζων» και «Πάντα στέγει»· και τους καημούς και τους χαμούς. Τα δε «Πολύτιμα δώρα» της τα προορίζει για τους ολίγους, τους εκλεκτούς της. Στην πρώτη ιστορία ο πατέρας, διορατικός πάντα, κατάλαβε τον πόλεμο να πλησιάζει. Δεν μας διευκρινίζεται το «πότε και το πού», αλλά μήπως και στα λαϊκά παραμύθια το ίδιο δεν συμβαίνει; Ισως γιατί πρέπει εμείς να σκεφτούμε πως «παντού και πάντα» όλα αυτά θα συντελούνται. Ο πατέρας, λοιπόν, σαν είδε τον πόλεμο να προβάλει απειλητικός, «ζήτησε από τη μητέρα να προσέχει τους γιους και το σπίτι κι έφυγε μαζί με άλλους άντρες προς τα εκεί που άρχιζαν τα βουνά». Επειτα έφυγε και ο ένας από τους δύο γιους, ο μεγάλος. «Πήραν τον αδελφό σου!», τρόμαξε η μάνα. Και πόνεσε. Και ο πατέρας αγωνιούσε κι όλο ρωτούσε. Ωσπου, «Με τον καημό του χαμένου μας παιδιού πέθανε ο πατέρας σου», απευθύνθηκε η μάνα στον μικρότερο. Κι εκείνος, χαϊδεύοντάς τη, «Θα τον βρούμε», «Θα τον βρω εγώ! Περίμενε μόνο να μεγαλώσω λίγο ακόμα!» Και όταν μεγάλωσε έφυγε. Τον αναζητούσε, και πού δεν τον γύρεψε τον αδελφό του. Μέρες, μήνες, χρόνους. Τα βρέφη στο σπίτι απέναντι από το πατρικό του μεγάλωσαν, το αγοράκι πήγε σχολείο· η μάνα περίμενε τους γιους της τις νύχτες στο ύψωμα, κοιτώντας διαρκώς στη δημοσιά για δυο ίσκιους. Τους ίσκιους των παιδιών της. Εντέλει είδε έναν μόνον. «Δεν τον βρήκα», της είπε ο μιρκότερος γιος, άντρας πια, κουρασμένος και λυπημένος. Τα δάκρυά της -τα τελευταία- πέτρωσαν κι έγιναν διαμάντια· όλο φως και ιριδίσματα. Στη δεύτερη ιστορία, «Μαργαριτάρια», ένας νέος λαμβάνει -εκ γενετής- το θείο χάρισμα της ακρόασης και του παραμικρού ήχου, του πιο ανεπαίσθητου, του πιο σιγανού. Ακουγε τις φωνές του χώματος, τους ψιθύρους της πέτρας, την ανάσα των λουλουδιών· αργότερα όλα αυτά τα έκανε τραγούδια και οι πάντες γύρω του ευφραίνονταν· μα και παραξενεύονταν. Οταν δακρυσμένος έφυγε από κοντά τους -ακολουθώντας τη γυναίκα που ονομαζόταν Σελήνη- τα δάκρυά του έσταξαν σε λευκές, θαμπές, στρογγυλές πέτρες· τα μαργαριτάρια. Στα «Σμαράγδια» ο ερωτευμένος νέος ψάχνει στον κόσμο να βρει κάτι, οτιδήποτε, που να πλησιάζει στο χρώμα των ματιών τής αγαπημένης του. Για να της το προσφέρει. «Πήγαινε στο μέρος της θάλασσας που τα κύματα δεν υπάρχουν», τον συμβούλεψε ένας γέρος ναυτικός. Δηλαδή στο απλησίαστο, στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού. Και πήγε. Κι εκεί βρήκε το χρώμα των ματιών της· σμαραγδί... Ωραίες εικόνες, σεβασμός στην ιερότητα των αισθημάτων. Ιστορίες για μικρούς, μα και για μεγαλύτερους. Επίσης, ιδιαίτερα όμορφες οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα, από τη Λευκορωσία (1962), με πολλά βραβεία στο ενεργητικό της.
Ελένη Σαραντίτη
Ελευθεροτυπία, 21/6/2010
|