Από το Bildungsroman στο μυθιστόρημα Crossover. Το παράδειγμα της Αμαρτωλής πόλης του Μάνου Κοντολέων
Βίκυ Πάτσιου, Χριστίνα Δράκου
Το 1857 ο Charles Augustin Sainte-Beuve οριοθετούσε μέσα από την κριτική του το τέλος του κινήματος του Ρομαντισμού, τόσο στη Γαλλία όσο και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Σημείωνε χαρακτηριστικά: «Tα ιδανικά χάθηκαν, ο λυρισμός στέρεψε. Είμαστε πιο νηφάλιοι. Η επίμονη, ανελέητη αναζήτηση της αλήθειας, η πλέον σύγχρονη μορφή εμπειρισμού, έχει διεισδύσει ακόμα και στην τέχνη» (Τravers, 2005, σ. 123). Στα μέσα του 19ου αιώνα το αίτημα για αληθοφάνεια και για πιστή απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου στο κείμενο, αναδεικνυόταν μέσα από το νέο λογοτεχνικό κίνημα του ρεαλισμού. Υποκαθιστώντας έννοιες όπως «φαντασία», «επινοητικότητα» και «όνειρο», με όρους όπως «αντανάκλαση», «απεικόνιση» και «αναπαραγωγή», οι εκπρόσωποι του ρεαλισμού έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη σύγχρονη κοινωνία, σε καθημερινές και τετριμμένες καταστάσεις, αλλά και στην αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας.
Στη Γερμανία την ίδια περίοδο εμφανίστηκε ένα αντίρροπο κίνημα ‒ο ποιητικός ρεαλισμός‒ ο οποίος αντιτάχθηκε στην επιμονή των εκπροσώπων του ρεαλισμού να εστιάζουν σε θέματα όπως η απομόνωση του ατόμου, η αδυναμία του να ενταχθεί στο κοινωνικό πλαίσιο, η ερωτική απογοήτευση, αλλά και οι αυτοκτονικοί ιδεασμοί που κυριαρχούν στη σκέψη του, όταν απογοητεύεται και αποστασιοποιείται. Οι εκπρόσωποι του νέου αυτού κινήματος, υποστήριζαν ότι το μυθιστόρημα χρειάζεται να απεικονίζει και πρόσωπα τα οποία μπορούν να είναι ευτυχισμένα εντός της οικογενειακής εστίας, σεβόμενα τα κοινωνικά ήθη και την παράδοση και να αναγνωρίζουν στην εξωτερική πραγματικότητα τη ζωντάνια και τη χαρά της ζωής. Για τους συγγραφείς του ποιητικού ρεαλισμού, το άτομο διαμορφώνει και διαμορφώνεται μέσα σε μία ασφαλή και ηθική κοινωνική πραγματικότητα. Ο ποιητικός ρεαλισμός διαδόθηκε ως κίνημα και σε χώρες της Σκανδιναβίας, στα όρια πάντα μιας περιφερειακής εξέλιξης του ευρωπαϊκού ρεαλισμού. Η σημασία δε αυτού του κινήματος έγκειται στην προώθηση του λεγόμενου μυθιστορήματος μαθητείας (Bildungsroman) που θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορηματικά είδη του 19ου αιώνα (Τravers, 2005, σσ. 157-159).
Αφετηρία ανάπτυξης του συγκεκριμένου μυθιστορηματικού είδους ήταν η Γερμανία, τον 18ο και 19ο αιώνα. Ο όρος Bildungsroman εισάγεται το 1810 από τον Καθηγητή κλασικής φιλολογίας Karl von Morgenstern, o οποίος σε δύο διαλέξεις του με τίτλο «Über das Wesen des Bildungsromans» και «Zur Geschichte des Bildungsromans» (1819, 1820) αναπτύσσει τις απόψεις του σχετικά με το μυθιστόρημα μαθητείας (Martini, 1991, σ. 2 & Πάγκαλος, 22008, σ. 297). Σύμφωνα με την προσέγγιση του Dennis Mahoney, o Karl von Morgenstern στην προσπάθειά του να ορίσει την ταυτότητα του Bildungsroman αναφέρεται στον ρόλο του αναγνώστη και δη στην αναγνωστική του ανταπόκριση. Υπογραμμίζει το βασικό γνώρισμα του μυθιστορήματος διαμόρφωσης ‒που είναι να αναδεικνύει την πορεία του ήρωα προς την ολοκλήρωση‒ θεωρεί όμως εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθητείας, προωθείται η ηθικοπνευματική καλλιέργεια του αναγνώστη σε μεγαλύτερο βαθμό, από οποιοδήποτε άλλο είδος μυθιστορήματος (Mahoney, 1991, σσ. 100-101).
Αν και ο Morgenstern ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο Βildungsroman για να προσδιορίσει το νέο λογοτεχνικό είδος, εν τούτοις ο κριτικός και φιλόσοφος Wilhelm Dilthey ήταν εκείνος που καθιέρωσε αρκετές δεκαετίες αργότερα τον όρο (1870 /1906) και συνέβαλε στη διάδοσή του (Mahoney, 1991, σ. 97). Ο Dilthey εστίασε στον ρόλο των συγκρούσεων που βιώνει το άτομο κατά τη διάρκεια της μαθητείας του, επισημαίνοντας την προσωρινή τους διάσταση, καθώς θεωρεί ότι αυτές οι συγκρουσιακές καταστάσεις αποτελούν «μεταβατικές φάσεις, τις οποίες υπομένει το άτομο στην πορεία του προς την κατάκτηση της ωριμότητας και της αρμονίας» (Τravers, 2005, σσ. 159-160).
Ακολουθώντας την προσέγγιση του Bildungsroman με βάση την ετυμολογική του ερμηνεία (ο όρος «Bildung» σημαίνει «διάπλαση, διαμόρφωση»), μπορούμε να δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας του έργου διαμορφώνει την προσωπικότητά του, οδηγείται στην προσωπική του ολοκλήρωση και στην ωριμότητα, μέσα από μία πορεία μαθητείας. Τα τρία στάδια από τα οποία περνάει ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Bildungsroman προκειμένου να φθάσει στο επιθυμητό επίπεδο της ωριμότητας έχουν σκιαγραφηθεί ως εξής. Στο πρώτο στάδιο ο ήρωας βρίσκεται μέσα σε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον, με «περιχαρακωμένα όρια». Σε δεύτερο επίπεδο ‒την εποχή της νεότητας και της περιπλάνησης‒ ο πρωταγωνιστής βιώνει μία έντονη συγκρουσιακή κατάσταση, μέσα από την οποία έρχεται αντιμέτωπος τόσο με την κοινωνία όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο τελευταίο στάδιο της μαθητείας του ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι «η προοπτική ανοίγεται ως ουτοπία και ξανακλείνει ως αναγνώριση λίγο πολύ αρμονική και συνειδητή του κατεστημένου και των δυνατοτήτων ολοκλήρωσης που αυτό πράγματι επιτρέπει» (Dahl,1999, σσ. 400-401). Με το πέρας της μαθητείας του ο πρωταγωνιστής επιστρέφει στο σπίτι του, αξιολογεί την πορεία του, νιώθει ώριμος και ικανός να ενσωματωθεί και να αναλάβει ενεργό ρόλο στο κοινωνικό περιβάλλον που τον πλαισιώνει.
Στην πρόθεσή της να ορίσει το είδος με βάση ειδικά χαρακτηριστικά η Marianne Hirsch-Gottfried εστιάζει στην πρόθεση του συγγραφέα μυθιστορήματος διαμόρφωσης να παρουσιάσει την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή μέσα από τις σκέψεις και τις πράξεις του, προκειμένου να αναδειχθεί ο χαρακτήρας στην ολότητά του. Σύμφωνα με την Hirsch-Gottfried, βασικό γνώρισμα του Bildungsroman είναι «η ισορροπία η οποία ενυπάρχει ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο, καθώς και η διερεύνηση της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης» (Hirsch-Gottfried, 1976, σ. 122). Προς επίρρωση της προαναφερθείσας άποψης ο Franco Moretti υποστηρίζει ότι η διαχρονικότητα του είδους του Bildungsroman έγκειται στον καινοφανή και επιτυχή συνδυασμό πειστικότητας και αισιόδοξης οπτικής. Στο μυθιστόρημα μαθητείας, όπως επισημαίνει, δεν υπάρχει τελικά κανενός είδους διαμάχη ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία, καθώς η διαμόρφωσή του ως προσωπικότητα αυτόνομη και η ολοκλήρωσή του συμπίπτει με την ομαλή ένταξή του στην κοινωνική ζωή (Moretti, 2000, σ. 562).
Το έργο το οποίο καθιερώνει όχι μόνο τη δημιουργία ενός νέου λογοτεχνικού είδους, του Bildungsroman, αλλά και ενός νέου τύπου ήρωα ‒Wilhelm Meister‒ είναι το μυθιστόρημα Wilhelm Meisters Lehrjahre (1796) του Goethe. Μέσα από το προαναφερθέν μυθιστόρημα περιγράφεται η πορεία του πρωταγωνιστή Βίλχελμ, o οποίος χρειάζεται να περάσει εμπόδια τόσο σε εξωτερικό όσο και σε εσωτερικό επίπεδο. Ο ήρωας στο μυθιστόρημα εκδηλώνει έναν έντονο εγωκεντρισμό, ο οποίος δυσχεραίνει τις σχέσεις του με τους άλλους, παρόλη την πνευματική αυτάρκεια που τον χαρακτηρίζει. Σταδιακά με την υπέρβαση των δυσκολιών αφυπνίζεται, ωριμάζει, ενηλικιώνεται και φτάνει στην αποκαλούμενη σύμφωνα με τον αφηγητή του έργου «ύψιστη μορφή εξέλιξης για τον άνθρωπο» (Τravers, 2005, σ. 160).
Με το μυθιστόρημα μαθητείας ασχολήθηκαν και επιφανείς διανοητές του 20ού αιώνα σε χαρακτηριστικά για τη θεωρία του είδους δοκίμιά τους. Ο Mikhail Bakhtin σε ειδικό μελέτημά του για το Bildungsroman και τη σημασία του για την ιστορία του ρεαλισμού υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο Wilhelm Meister κινείται στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών εποχών· ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που πρόκειται να γίνει και παρατηρεί σχετικά: «Αυτή η μετάβαση πραγματοποιείται σε αυτόν και μέσω αυτού. Αναγκάζεται να γίνει ένας νέος, πρωτοφανής τύπος ανθρώπου» (Μπαχτίν, 2014, σ. 28), ενώ ο Georg Lukács, ο οποίος αφιερώνει στο Bildungsroman και ειδικότερα στα Χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ ένα κεφάλαιο στην κλασική μελέτη του για το μυθιστόρημα, αναγνωρίζει ως κεντρικό θεματικό άξονα του μυθιστορήματος μαθητείας τη «συμφιλίωση του προβληματικού ανθρώπου, καθοδηγούμενου από ένα ιδανικό που συνιστά γιʼ αυτόν βίωμα, με τη δεδομένη κοινωνική πραγματικότητα» (Λούκατς, 2004, σ. 175).
Η ελληνική κριτική προσεγγίζοντας τα ζητήματα αυτά εστιάζει τα τελευταία χρόνια στις σχέσεις ανάμεσα στο Bildungsroman και το μυθιστόρημα εφηβείας. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου «Θέμα του μυθιστορηματικού αυτού είδους δεν είναι γενικά η εφηβεία ή η νεότητα. Η ηλικία της εφηβείας αποτελεί απλώς το πλαίσιο για τη διαδικασία της ενηλικίωσης του νέου, που συνεπάγεται μία περίοδο μαθητείας, αγωγής» (Αμπατζοπούλου, 2000, σ. 60). Η Αγγέλα Καστρινάκη συσχετίζει το μυθιστόρημα εφηβείας με το μυθιστόρημα μύησης και σημειώνει σχετικά: «Το μυθιστόρημα της εφηβείας [...] παρουσιάζει μια διαδικασία κατά την οποία ο ανώριμος άνθρωπος, το παιδί, εισέρχεται στον κόσμο των ενηλίκων μέσα από τη διαδικασία της γνωριμίας με τον έρωτα και τον θάνατο. Το μυθιστόρημα αυτό συνδέεται, χωρίς να ταυτίζεται, με το Bildungsroman, το μυθιστόρημα της διαμόρφωσης ή της μαθητείας, που παρουσιάζει τη σταδιακή διάπλαση ενός ήρωα από τα παιδικά του χρόνια έως την ωριμότητά του» (Καστρινάκη, 1995, σ. 30). Σύμφωνα με την ίδια, ο πρωταγωνιστής του έργου υπόκειται σε μια διαδικασία ωρίμανσης «μέσα από μια περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή αυτοδιαμόρφωση».
Το μυθιστόρημα μαθητείας θεωρήθηκε τυπικό είδος της γερμανικής γραμματείας. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες του 20ού αιώνα ο προβληματισμός σχετικά με το Bildungsroman επεκτείνεται και σε άλλες εθνικές γραμματείες, όπως την αγγλική και τη γαλλική. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και του 20ού στην Αγγλία το Bildungsroman εμφανίζει μεγάλη διάδοση και έχει σταθερή παρουσία με έργα όπως τα μυθιστορήματα του Charles Dickens (David Copperfield, 1850 και Great Expectations, 1861) ή του Somerset Maugham (Of Human Bondage, 1915), ενώ στη Γαλλία το λογοτεχνικό αυτό είδος αναδείχθηκε μέσα από το πεζογραφικό έργο του Stendhal (Vie de Henry Brulard, 1890) και αργότερα του Romain Rolland (Jean-Christophe, 1904-1912).
Στην ελληνική πεζογραφία υπάρχουν ορισμένα έργα του 20ού αιώνα, τα οποία θεωρούνται ότι μπορούν να συσχετιστούν με το είδος του Bildungsroman, όπως η Eroica (1938) του Κ. Πολίτη, ο Λεωνής (1940) του Γ. Θεοτοκά και Τα ψάθινα καπέλα (1946) της Μ. Λυμπεράκη. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης το μυθιστόρημα μαθητείας κάνει διακριτή την παρουσία του με έργα όπως Η αρχαία σκουριά (1979) της Μ. Δούκα και Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987) της Α. Ζέη. Στο μεταίχμιο του 20ού και του 21ου αιώνα νεανικά μυθιστορήματα μαθητείας δομούνται πάνω σε ένα κοινό θεματικό άξονα: τα ζωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι άνθρωποι στις σχέσεις τους με τους άλλους, ενώ πεζογράφοι όπως η Βούλα Μάστορη (Στο γυμνάσιο, 1991), ο Μάνος Κοντολέων (Γεύση πικραμύγδαλου, 1996) και η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου (Το φιλί της λύκαινας, 2016) προχωρούν στη συγγραφή μυθιστορημάτων ενηλικίωσης αποδεικνύοντας τον άρρηκτο δεσμό του εν λόγω λογοτεχνικού είδους με το αναγνωστικό κοινό.
Παράλληλα με την ανάπτυξη και τη διάδοση του Bildungsroman στον ευρωπαϊκό χώρο και τη διερεύνησή του ως είδους με συγκεκριμένο θέμα, περιεχόμενο και χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή του, αναδύθηκε πρόσφατα από μια διαφορετική αφετηρία, αυτή του αναγνώστη μια ιδιαίτερη προβληματική που συσχετίστηκε με ορισμένες κατηγορίες, έργα και είδη που χαρακτηρίστηκαν ως λογοτεχνία crossover και είχαν ιδιαίτερη απήχηση τόσο εντός Ευρώπης όσο και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Αν η ύπαρξη του Βildungsroman θεωρείται ότι επικυρώνεται με το εμβληματικό μυθιστόρημα του Γκαίτε Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, η στοίχιση με ένα άλλο ειδολογικό μοντέλο, αυτό του crossover, καθώς και η προσέγγισή του ως μετεξέλιξη ή μεταμόρφωση ενός προηγούμενου, εγείρει διάφορα θεωρητικά ζητήματα, που φέρνουν στο προσκήνιο οι ολοένα αυξανόμενες μελέτες, έρευνες και κριτικές των τελευταίων χρόνων στην ευρωπαϊκή κυρίως βιβλιογραφία σχετικά με τη λογοτεχνία crossover. Η ομοιοσυστασία του θεωρούμενου ως μοντέλου, η ομοιογένεια των επικαλούμενων ιστορικών παραδειγμάτων, που φτάνουν στο βάθος των αιώνων, τα σύγχρονα παραδείγματα και η απόστασή τους σε σχέση με το νοούμενο ειδολογικό επίκεντρο, είναι ορισμένα από αυτά.
Σύμφωνα με την Sandra Beckett πολλοί κριτικοί και δημοσιογράφοι θεωρούν τη λογοτεχνία crossover ως επινόηση του 21ου αιώνα, ενώ ορισμένοι ανατρέχουν στις πρόσφατες δεκαετίες του 20ού προκειμένου να εντοπίσουν παραδείγματα που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην παράδοση του είδους (R. Adams, Watership Down, 1972· J. R. R. Tolkien, The Lord of the Rings, 1954-1955). Από άλλους έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο 19ος αιώνας αποτέλεσε το χρονικό σημείο αφετηρίας για την εμφάνιση έργων crossover με κορυφαίο παράδειγμα το μυθιστόρημα του L. Carroll Alice\'s Adventures in Wonderland (1865) .
Αν και αρχικά θεωρήθηκε από τους μελετητές ως ένα νέο φαινόμενο, εν τούτοις οι αρχές της crossover λογοτεχνίας εντοπίζονται ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα. Λογοτεχνικά είδη όπως οι μύθοι και τα παραμύθια (Jean de La Fontaine, Fables, 1668· Ch. Perrault, Contes, 1697) διαδόθηκαν γρήγορα τόσο στο ανάμεσα στο ενήλικο όσο και στο παιδικό αναγνωστικό κοινό και αποτέλεσαν τα λογοτεχνικά πεδία στα οποία η crossover λογοτεχνία βρήκε μια χαρακτηριστική έκφρασή της. (Beckett, 2009, σ. 2). Πολλά κλασσικά έργα του 17ου και 18ου αιώνα (Don Quijote de la Mancha του Miguel de Cervantes, Robinson Crusoe του Daniel Defoe, Gulliver\'s Travels του Jonathan Swift), αλλά και έργα του 19ου αιώνα με ιστορικό χαρακτήρα (Ivanhoe του Sir Walter Scott), μυθιστορήματα περιπέτειας (The Last of the Mohicans του James Fenimore Cooper), και τα ευρέως γνωστά έργα του Charles Dickens (Oliver Twist, A Christmas Carol, David Copperfield) αποτέλεσαν αντιπροσωπευτικά δείγματα της λογοτεχνίας crossover, καθώς διασταυρώθηκαν με επιτυχία με τις αναγνωστικές προσδοκίες ενηλίκων και παιδιών.
Με την εμφάνιση της λογοτεχνίας crossover παραβιάστηκαν αναγνωστικά σύνορα τα οποία είχαν καθιερωθεί και διαχώριζαν την παιδική / εφηβική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενήλικες. Όπως επισημαίνει η Rachel Falconer η εμφάνιση της λογοτεχνίας crossover και η ιδιαίτερη ανταπόκριση που είχε σε ένα ευρύ από ηλικιακή άποψη αναγνωστικό κοινό, αποδείκνυε αφενός την έλλειψη μιας κοινής θεώρησης για το τι θεωρείται κατάλληλο ανάγνωσμα για ανηλίκους και αφετέρου τη δυσκολία να τεθούν διακριτά όρια ανάμεσα στην ανήλικη και την ενήλικη ζωή (Falconer, 2009, σ. 3). Σύμφωνα με την ίδια το ενήλικο αναγνωστικό κοινό έστρεψε το ενδιαφέρον του σε έργα σύγχρονης παιδικής λογοτεχνίας, όταν ανακάλυψε ότι τα έργα αυτά πραγματεύονταν βασικά ζητήματα που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως οι θρησκευτικές διαφορές και οι διαμάχες, η κρίση των ηθικών αξιών κ.ά.
Γενικότερα, η Falconer υποστηρίζει ότι είναι δύσκολο να προσεγγιστεί η λογοτεχνία crossover ως ανεξάρτητο είδος, καθώς δεν υπάρχουν σταθερά χαρακτηριστικά, θέματα, μοτίβα ή τεχνικές που να είναι κοινά σε όλα τα crossover έργα (Falconer, 2009, σ. 27). Στον αντίποδα της άποψης αυτής, η Maija-Liisa Harju επιλέγει τρία κριτήρια με βάση τα οποία ένα έργο μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην crossover λογοτεχνία: να απευθύνεται σε διαφορετικές ηλικίες αναγνωστών, να έχει σύνθετη μορφή ή και θέμα και να υπάρχει διαπιστωμένη η ευρεία αποδοχή του (Harju, 2009, σ. 363). Η Harju υποστηρίζει ότι η ύπαρξη του λογοτεχνικού είδους των βιβλίων crossover προϋποθέτει, αναγνωρίζει και επιβεβαιώνει τον άρρηκτο δεσμό που διακρίνει την ανθρώπινη εμπειρία, ανεξάρτητα από το ηλικιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται το άτομο και εισάγει την έννοια του «crossover continuum» προκειμένου να αναφερθεί στο «συνεχές» που συνδέει την εφηβική ηλικία με την ενήλικη ζωή.
Άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια των crossover μυθιστορημάτων είναι και η έννοια του «cross writing». Σύμφωνα με την Beckett η έννοια αυτή αφορά συγγραφείς οι οποίοι γράφουν και για παιδιά και για ενήλικες σε διαφορετικά όμως έργα (Beckett, 2009, σ. 5). Όπως επισημαίνει η Katharine Capshaw-Smith οι έννοιες «cross writing», «cross reading» και «crossover literature» υποδηλώνουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι ενήλικες εμπλέκονται στα παιδικά βιβλία και σηματοδοτούν μια νέα πρακτική ανάγνωσης, η οποία παραβλέπει τα όρια που υπάρχουν ανάμεσα στο ενήλικο και στο ανήλικο αναγνωστικό κοινό (Capshaw-Smith, 2012, σ. 1). Οι Ulrich Knoepflmacher και Mitzi Myers διαβλέπουν μέσα από την έννοια του «cross writing» τη διαλογική σχέση διαφορετικών φωνών (του παιδιού πρωταγωνιστή και του ενήλικα συγγραφέα), οι οποίες συνυπάρχουν αρμονικά στο ίδιο κείμενο. Συγγραφείς οι οποίοι γράφουν για παιδιά, υιοθετώντας την παιδική οπτική και φωνή, αναπόφευκτα έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους παιδική τους ηλικία και πραγματοποιούν μέσω της γραφής ένα είδος ιδιότυπης επικοινωνίας ανάμεσα στο «παιδικό» παρελθόν τους και στο «ενήλικο» παρόν τους (Knoepflmacher & Myers, 1997, σ. vii).
Αντιπροσωπευτικά έργα της σύγχρονης πεζογραφίας τα οποία τροφοδοτούν τη συζήτηση σχετικά με τη λογοτεχνία crossover (αλλά και τη λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες) είναι, μεταξύ άλλων, το βραβευμένο μυθιστόρημα μυστηρίου του Άγγλου Mark Haddon The Curious Incident of the Dog in the Night-time (2003), το οποίο τυπώθηκε ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές εκδόσεις, μία για παιδιά και μία για ενηλίκους, τo μυθιστόρημα του Αυστραλού Markus Zusak The Book Thief (2005), ένα best seller που έγινε γνωστό και από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο και το βραβευμένο μυθιστόρημα της Αγγλίδας Geraldine McCaughrean The White Darkness (2005).
Ο 21ος αιώνας σηματοδότησε μια νέα προσέγγιση ως προς την κατηγοριοποίηση / κατάταξη των λογοτεχνικών ειδών και σε σχέση με τη δημιουργική παραγωγή ελληνικών έργων που καταγράφουν ή παρακολουθούν περιπετειώδεις πορείες ενηλικίωσης. Ανάμεσα στους πρώτους συγγραφείς που ανοίγουν τη συζήτηση και στη χώρα μας σχετικά με τη λογοτεχνία crossover είναι και ο Μάνος Κοντολέων με το μυθιστόρημά του Αμαρτωλή πόλη (2016), ήδη με τη χαρακτηριστική ένδειξη (Λογοτεχνία Crossover) και το εξώφυλλο του βιβλίου (φιλοτεχνημένο από τον Φώτη Πεχλιβανίδη), που παραπέμπει σε σειρά κόμικ, νοερά απευθυνόμενο και στο ενήλικο αναγνωστικό κοινό. Ο ίδιος σε θεωρητικό του άρθρο που είχε προηγηθεί, στο οποίο διερευνούσε τη σχέση της εκδοτικής ταξινόμησης της συγγραφικής δημιουργίας με τις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και τη λογοτεχνία «για νεαρούς ενήλικες», σημείωνε σχετικά με τα μυθιστορήματα crossover: «στα crossover παρατηρούμε μια συγγραφική τάση να συνυπάρχουν γωνίες όρασης και δομές αφηγηματικές, έτσι ώστε το αναγνωστικό κοινό να μην ταξινομείται κατά ηλικίες» (Kοντολέων, 2011, σσ. 53-54).
Συνολικά το έργο του γνωστού και καθιερωμένου συγγραφέα Μάνου Κοντολέων, που διανύει στα γράμματά μας μία γόνιμη πορεία σχεδόν σαράντα ετών (τα πρώτα του βιβλία κυκλοφόρησαν το 1979) θέτει πολλά ερευνητικά ερωτήματα, μεταξύ άλλων, σχετικά με την έννοια της «ιστορικότητας» της ανάγνωσης, της πρόσληψης του λογοτεχνικού κειμένου και του λογοτεχνικού κανόνα, ενώ μας επιβάλλεται όχι μόνο με τον όγκο και την ποιότητά του, αλλά και την ευρηματική ή και αμήχανη, για τους ειδικούς, παραδοξότητα να διαβάζεται από ενηλίκους, εφήβους και παιδιά. Το έργο του διαβάστηκε από πλήθος νέων και ενηλίκων αναγνωστών, βραβεύτηκε από πολλούς φορείς, τιμήθηκε με κρατικό βραβείο και γνώρισε διαδοχικές επανεκδόσεις.
Πότε και ποιοι διάβασαν / διαβάζουν το έργο του; Ποιο είναι το διαφορετικό νόημα που κάθε φορά του αποδίδεται και πόσο αυτό επηρεάζεται από το ιδεολογικό κλίμα της εποχής; Η ελευθερία του αναγνώστη είναι απεριόριστη ή ακολουθεί, έως ένα βαθμό, τις αντικειμενικές ιδιότητες που ορίζει η επιφάνεια των λέξεων; Ποια είναι τα όρια της γραφής και η σχέση τους με το θέμα που επιλέγεται; Ίσως, κανένας άλλος συγγραφέας, από την εποχή της μεταπολίτευσης και μετά, δεν έθεσε ιστορικά τόσα ερωτήματα για τα όρια του αναγνωστικού κοινού και τον προσδοκώμενο αναγνώστη, τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, τους τρόπους έκφρασης και την υπονόμευσή τους με τον τρόπο, τη διαύγεια αλλά και την επιμονή που τα έθεσε ο Μάνος Κοντολέων.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα, η Αμαρτωλή πόλη, με τις προφανείς διακαλλιτεχνικές συνδηλώσεις της, παραπέμπει στον σκοτεινό λαβύρινθο της αστικής μεγαλούπολης που συνδέεται παρηγορητικά ή και αντιστικτικά με τα περίχωρα και την εξοχή, τον χώρο όπου τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα επουλώνουν ή αντιμετωπίζουν τα τραύματά τους. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Στεφανία, δεν αποτελεί μια τυπική γυναικεία φωνή, αλλά μια ξεχωριστή φωνή κοριτσιού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται στη λογοτεχνική εκφορά και την αναπαράσταση του αφηγηματικού υποκειμένου: έχουμε να κάνουμε με μια ανώριμη ωριμότητα και μια φωνή που γίνεται κραυγή σε ένα κόσμο που καταρρέει.
H συγκεκριμένη ηρωίδα μας προσφέρει μια προνομιακή θέα του γιατί ή για ποιον γράφει κανείς, καθώς αναπτύσσει ή εκθέτει ένα λόγο για τη βιωμένη της εμπειρία που αποσταθεροποιεί δραστικά τους καθιερωμένους λόγους περί κανονικότητας, που συνήθως συνοδεύουν την πορεία προς την ενηλικίωση και την κοινωνική ένταξη. Στη διαδρομή της η ηρωίδα πραγματοποιεί μια πολλαπλή παραβίαση, καθώς καταπατά τα όρια του επικίνδυνου και του απαγορευμένου και συναντά αλλόκοτα πλάσματα που μεταμορφώνονται ή συρρικνώνονται ανάλογα με τους φόβους ή τις επιθυμίες της.
H δεκαεφτάχρονη Στεφανία της Αμαρτωλής πόλης, μέσα από μία πορεία μαθητείας, αλλαγών και ανατροπών οδηγείται στην ωριμότητα. Οι αλλαγές οι οποίες ξεκινούν με την οικονομική κατάρρευση του πατέρα της Κλεάνθη, σηματοδοτούν την αφετηρία ενός «ταξιδιού» μέσα από το οποίο η Στεφανία θα έρθει αντιμέτωπη με το σκληρό και αδιάφορο πρόσωπο της κοινωνίας, αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό: «Και η Στεφανία ‒στα δεκαεπτά της χρόνια‒ δεν είχε ποτέ της φανταστεί πως υπάρχουν και αλλαγές που τρομάζουνε [...]. Αλλαγές, λοιπόν... Για να τις πάρει μία μία... Έτσι. Η καθεμιά της μόνη της αποδυναμώνεται. Αντιμετωπίζεται. Παλεύεται [...]. Ο πατέρας έκλεισε το μαγαζί. Το ιδιωτικό λύκειο έγινε δημόσιο. Η μάνα... μετακόμισε! Χα! Μακριά απʼ όλα αυτά να μείνει η ίδια. Αυτοπροστασία» (Κοντολέων, 2016, σσ. 26, 31).
Μέσα από τις δοκιμασίες που περνάει η πρωταγωνίστρια συμφιλιώνεται με το παρελθόν της, αντιμετωπίζει τους φόβους της και τις ενοχές της και κατορθώνει να αποδεχθεί τόσο τον εαυτό της όσο και την αμαρτωλή πόλη στην οποία ζει: «Και περπατά πάντα η Στεφανία. Μια πόλη για να την κατακτήσεις, να τη νικήσεις, να αντιμετωπίσεις τις αμαρτίες που μαζί της σχεδίασες, πρέπει ολότελα να την έχεις αποδεχτεί [...]. Περπατά, πάντα, η Στεφανία. Και τώρα πια ξέρει πού θέλει να φτάσει» (Κοντολέων, 2016, σσ. 375-376).
Ένα από τα ζητήματα που θέτει το μυθιστόρημα είναι και αυτό της σχέσης του με τη λογοτεχνία crossover. H Aμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων ανήκει στην κατηγορία των έργων crossover, καθώς πληροί ορισμένα βασικά κριτήρια (όπως τα προσδιόρισε η Harju, 2009) που σχετίζονται με την επιλογή των ηρώων, το θέμα και τον αφηγηματικό χειρισμό του χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στα στάδια και τις εμπειρίες της ανήλικης και της ενήλικης ζωής. Ο συγγραφέας απευθύνεται «επί ίσοις όροις» τόσο στον ενήλικα όσο και στον νεαρό αναγνώστη. Χωρίς ψήγμα διδακτισμού, χρησιμοποιώντας έναν λόγο αιχμηρό, ο συγγραφέας θέτει στον αναγνώστη ερωτήματα, για τα οποία καλείται να βρει απαντήσεις: «Πότε μια πόλη γίνεται αμαρτωλή; Και πώς τάχα; Μήπως είναι οι κάτοικοί της που αφού πρώτα οι ίδιοι αμαρτήσουν, στη συνέχεια μολύνουν και την πολιτεία που τους φιλοξενεί; Ή να \'ναι η ίδια η πόλη που διοχετεύει τις αμαρτωλές σκέψεις της σε όσους την επέλεξαν για να ζήσουν μέσα στις λεωφόρους της, στα πάρκα της, στις πιο απόμερες γειτονιές της; Ό,τι κι αν ισχύει, το αποτέλεσμα μένει σταθερό. Μιλάμε για μια πόλη αμαρτωλή. Που κάποτε ‒ίσως‒ να μην ήταν. Και μιλάμε, ακόμα, για ανθρώπους αμαρτωλούς. Που κάποτε ‒ίσως‒ να μην ήταν» (Κοντολέων, 2016, σ. 145).
Επιπρόσθετα, η Αμαρτωλή πόλη είναι ένα πεζογράφημα το οποίο μέσω της πολυπλοκότητας των θεμάτων του που αναφέρονται στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού κεντρίζει το ενδιαφέρον αναγνωστών διαφορετικών ηλικιών. Ο συγγραφέας σκιαγραφώντας μια κοινωνία που δοκιμάζεται παρουσιάζει τα μυθοπλαστικά του πρόσωπα να έρχονται αντιμέτωπα με καταστάσεις και συναισθήματα τα οποία βιώνει τόσο ο έφηβος όσο και ο ενήλικας: οικονομική κρίση, ένδεια ψυχική, έλλειψη επικοινωνίας τόσο στο οικογενειακό επίπεδο όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό, αισθήματα αβεβαιότητας, απόρριψης και μοναξιάς. Το ενήλικο αναγνωστικό κοινό συμπάσχει με την πορεία του Κλεάνθη, ο οποίος έχοντας χάσει την οικονομική του ανεξαρτησία, χάνει ταυτόχρονα και την αποδοχή από το οικογενειακό του περιβάλλον, ενώ ο νεαρός αναγνώστης συμπάσχει με την πορεία της Στεφανίας και του Τονίνο, των δύο νεαρών πρωταγωνιστών, οι οποίοι έρχονται και εκείνοι αντιμέτωποι με την έννοια της απώλειας μέσα από τις ποικίλες εκφάνσεις της: απώλεια της ασφάλειας τόσο σε οικονομικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο, απώλεια του έρωτα στην ακέραιη μορφή του. Τα πρόσωπα όμως αυτά αποφασίζουν να μην υποκύψουν, να μην περιχαρακωθούν στα τραύματά τους. Επιλέγουν να αναγνωρίσουν τα κακώς κείμενα της εποχής τους, να αμφισβητήσουν τις συμβατικές αξίες και τελικά να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους απέναντι ζωή, οριοθετώντας τον εαυτό τους στο συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο για την ένταξη του συγκεκριμένου μυθιστορήματος στη λογοτεχνία crossover μπορεί να αποτελέσει η συγγραφική στόχευση, αλλά και οι διευκρινίσεις που μας παρέχει ο ίδιος ο συγγραφέας για το πώς θα μπορούσε να διαβαστεί το έργο του στο «Σημείωμα» που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας ανταγωνίζεται ή συμπληρώνει τον αναγνώστη του σε μια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί ή να αξιοποιηθεί η χρήση ενός πλούσιου παρακειμενικού υλικού από την οπτική μιας θεωρίας της πρόσληψης που αντιμετωπίζει είδη, μορφές και περιεχόμενα ως κοινωνική μεταβλητή. «Ολόκληρο τον πρώτο χρόνο συγγραφής του μυθιστορήματος δεν μπορούσα να αποφασίσω αν το έργο που γράφω ανήκει στη λογοτεχνία για νέους ή στην άλλη, αυτή των ενηλίκων», σημειώνει ο ίδιος. Και συνεχίζει: «Τελικά κατάλαβα πως για μια ακόμα φορά υπηρετούσα το είδος του μυθιστορήματος ενηλικίωσης ‒το Βildungsroman, όπως διεθνώς αποκαλείται‒ και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μυθιστορηματική καταγραφή της πορείας ενός νεαρού ατόμου προς την ατομική του και συνειδητή του ενσωμάτωση στον κόσμο των ενηλίκων. Μια πορεία συνήθως επώδυνη και συχνά ανατρεπτική ως προς τις κοινωνικές νόρμες. Που όμως τελικά οδηγεί το κεντρικό πρόσωπο του έργου να βρει τη θέση του μέσα σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο. Πιστεύω, λοιπόν, πως και η Αμαρτωλή πόλη είναι ‒ή διεκδικεί να είναι‒ ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή ‒με τον νέο τρόπο ονοματοδοσίας αυτού του λογοτεχνικού είδους‒ ένα μυθιστόρημα crossover» (Κοντολέων, 2016, σσ. 387-388).
Είναι προφανές ότι το ζήτημα που θέτει ο Μάνος Κοντολέων με την Αμαρτωλή του πόλη και τη λογοτεχνία crossover ως φαινόμενο της σύγχρονης ελληνικής εκδοτικής κίνησης αλλά και της αναγνωστικής ανταπόκρισης έχει μόλις ανοίξει.
Βιβλιογραφία
Adams, J. (2010). ‘Into Eternity\'s Certain Breadth\': Ambivalent Escapes in Markus Zusak\'s ‘The Book Thief\'. Children\'s Literature in Education, 41, 222-233.
Αμπατζοπούλου, Φ. (1994). Αυτοβιογραφικός λόγος: Ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας, Εντευκτήριο, 28-29, 74-88 (= Αμπατζοπούλου, Φ. (2000). Η Γραφή και η Βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης. Αθήνα: Πατάκης, σσ. 57-83).
Bασιλαράκης, Ι. Ν. (2004). Εσωτερικός και μυητικός της ζωής λόγος σε ελληνικά νεανικά μυθιστορήματα μαθητείας των τελευταίων χρόνων. Μια μικρή δειγματική περιήγηση. Στο Τ. Τσιλιμένη (Επιμ.), Το Σύγχρονο Ελληνικό Παιδικό - Νεανικό Μυθιστόρημα (σσ. 37-50). Αθήνα: Σύγχρονοι Ορίζοντες.
Beckett, S. L. (2009). Crossover fiction. Global and historical perspectives. New York and London: Routledge.
Buckley, J. H. (1974). Season of Youth. The Bildungsroman from Dickens to Golding. Cambridge, Massachusetts and London: Harvard University Press.
Capshaw-Smith, K. (2012). Critical Cross-overs. Children\'s Literature Association Quarterly 37(1), 1-3.
Ciocia, S. (2009). Postmodern Investigations: The Case of Christopher Boone in ‘The Curious Incident of the Dog in the Night-time\'. Children\'s Literature in Education, 40, 320-332.
Dahl P. (1999). To ‘Bildungsroman\'. Στο Benoit-Dusausoy, A. & Fontaine, G. (Επιμ.). Ευρωπαϊκά Γράμματα. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας - Τόμος Β´ (Α. Ζήρας, Β. Ιβάνοβιτς, Γ. Κιουρτσάκης, Λ. Στεφάνου, Τ. Τσαλίκη-Μηλιώνη, Μτφρ.). Αθήνα: Σοκόλης.
Falconer, R. (2007). Crossover Literature and Abjection: Geraldine McCaughrean\'s ‘The White Darkness\'. Children\'s Literature in Education, 38, 35-44.
Falconer, R. (2009). The crossover novel. Contemporary children\'s fiction and its adult readership. New York and London: Routledge.
Galef, D. (1995). Crossing Over: Authors Who Write Both Children\'s and Adults\' Fiction. Children\'s Literature Association Quarterly, 20(1), 29-35.
Harju, M.-L. (2009). Tove Jansson and the Crossover Continuum. The Lion and the Unicorn 33(3), 362-375.
Hirsch-Gottfried, M. (1976). Defining Bildungsroman as a Genre. Publications of the Modern Language Association of America, 91(1), 122-123.
Καστρινάκη, Α. (1995). Οι περιπέτειες της Νεότητας: Η αντίθεση των γενεών στην ελληνική πεζογραφία (1890-1945). Αθήνα: Καστανιώτης.
Knoepflmacher, U. C. & Myers, M. (1997). From the Editors: ‘Cross-Writing\' and the Reconceptualizing of Children\'s Literary Studies. Children\'s Literature, 25(1), vii-xvii.
Κοντολέων, Μ. (2011). Από το μυθιστόρημα εφηβείας σε εκείνα για νεαρούς ενήλικους αναγνώστες και τώρα στα cross-over. Στο Μ. Κανατσούλη & Δ. Πολίτης, (Επιμ.), Σύγχρονη Εφηβική Λογοτεχνία. Από την ποιητική της εφηβείας στην αναζήτηση της ερμηνείας της (σσ. 50-56). Αθήνα: Πατάκης.
Κοντολέων, Μ. (2016). Αμαρτωλή πόλη. Αθήνα: Πατάκης.
Κοντολέων, Μ. (2016). Μυθιστόρημα Ενηλικίωσης: από το Bildungsroman στο Crossover Novel. Διάστιχο. Δημοσιεύθηκε 15/3/2016. Aνακτήθηκε 13/1/2017, από http://diastixo.gr/epikaira/apopseis/5006-kontoleon-15032016
Λούκατς, Γ. (2004). Η Θεωρία του Μυθιστορήματος (Ξ. Τσελέντη, Μτφρ., Γ. Σαγκριώτης, Επιμ.). Αθήνα: Πολύτροπον.
Mahoney, D. F. (1991). The Apprenticeship of the Reader: The Bildungsroman of the ‘Age of Goethe\'. In J. Hardin (Ed.), Reflection and Action: Essays on the Bildungsroman (σσ. 97-117). Columbia: University of South Carolina Press.
Martini, F. (1991). Bildungsroman - Term and Theory. In J. Hardin (Ed.), Reflection and Action: Essays on the Bildungsroman (σσ. 1-25). Columbia: University of South Carolina Press.
Μελισσαράτου, Γ. (1996-1997). Το μυθιστόρημα ‘Eroica\' ως Bildungsroman: Κριτικά ξαναδιαβάσματα και μια πρόταση τυπολογικού προσδιορισμού. Ελίτροχος, 11, 103-121.
Moretti, F. (2000). From the Way of the World: The Bildungsroman in European Culture. In M. McKeon (Ed.), Theory of the Novel. A Historical Approach (σσ. 554-565). Baltimore & London: The Johns Hopkins University Press.
Μπαχτίν, M. (2014). Δοκίμια ποιητικής (Γ. Πινακούλας, Μτφρ.). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Πάγκαλος, Γ. (22008). Bildungsroman. Στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι (σσ. 296-299). Αθήνα: Πατάκης.
Saine, T. P. (1991). Was ‘Wilhem Meisters Lehrjahre\' really supposed to be a Bildungsroman? In J. Hardin (Ed.), Reflection and Action: Essays on the Bildungsroman (σσ. 118-141). Columbia: University of South Carolina Press.
Shavit, Z. (1980). The Ambivalent Status of Texts: The Case of Childrenʼs Literature. Poetics Today, 1(3), 75-86.
Τζιόβας, Δ. (2007). Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία (Α. Ρόζενμπεργκ, Μτφρ., Ουρ. Ιορδανίδου, Επιμ.). Αθήνα: Πόλις.
Travers, M. (2005). Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Από τον Ρομαντισμό ως το Μεταμοντέρνο (Ι. Ναούμ & Μ. Παπαηλιάδη, Μτφρ., Τ. Καγιαλής, Επιμ.). Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Χωρεάνθη, Μ. (2016). Μάνος Κοντολέων: «Αμαρτωλή πόλη» κριτική της Μάριον Χωρεάνθη. Διάστιχο. Δημοσιεύθηκε 12/12/2016. Ανακτήθηκε 8/1/2017, από http://diastixo.gr/kritikes/efivika/6136-amartoli-poli-kontolewn
Περίληψη
Η παρούσα εργασία εστιάζει στην Αμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων θέτοντας το ερώτημα του κατά πόσο το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να ενταχθεί στη λογοτεχνία crossover, στη συγκεκριμένη περίπτωση στη λογοτεχνία που μπορεί να διαβαστεί από εφήβους και ενηλίκους. Αφού εξετάσουμε τον ορισμό του Bildungsroman και τον συσχετισμό του με το μυθιστόρημα εφηβείας, αναφερόμαστε σε ορισμένες κατηγορίες, έργα και είδη που χαρακτηρίστηκαν ως λογοτεχνία crossover και είχαν ιδιαίτερη απήχηση τόσο εντός Ευρώπης όσο και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Η Αμαρτωλή πόλη απευθύνεται σε αναγνωστικό κοινό διαφορετικών ηλικιών και ενδιαφέρει τους νεαρούς αναγνώστες καθώς διαπραγματεύεται την ενηλικίωση και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Παράλληλα, η κριτική ματιά του συγγραφέα αναδεικνύει σε αφηγηματικό επίπεδο την επικαιρότητα, την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στα ήθη, στις πράξεις και στις συμπεριφορές των ατόμων που δοκιμάζονται. Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί ένα ανάγνωσμα το οποίο μπορεί να ενδιαφέρει και το ενήλικο κοινό. H Aμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων ανήκει στην κατηγορία των έργων crossover, καθώς πληροί ορισμένα βασικά κριτήρια που σχετίζονται με την επιλογή των ηρώων, το θέμα και τον αφηγηματικό χειρισμό του χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στα στάδια της ανήλικης και της ενήλικης ζωής.
Όπου δεν δηλώνεται διαφορετικά, η μετάφραση των ξενόγλωσσων παραθεμάτων είναι δική μας.
Σύμφωνα με τον Thomas Saine, ο Goethe δεν είχε ποτέ παραδεχθεί ότι το μυθιστόρημά του Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ ανήκε στο λογοτεχνικό είδος του Bildungsroman. Σημειώνει σχετικά: «O Goethe δεν συνήθιζε να δίνει ερμηνείες για τα δικά του έργα [...]. Η σύντομη περιγραφή του για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήταν ότι δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει κανείς με τη λογική» (Saine, 1991, σ. 127). Σε άμεση διακειμενική συνάφεια με το έργο του Goethe βρίσκονται και δύο χαρακτηριστικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα: Το μαγικό βουνό |