Θα ξεκινήσω τονίζοντας ότι είναι μεγάλη μου τιμή που σήμερα βάζω το δικό μου λιθαράκι στη παρουσίαση του βιβλίου \\\'Μέλι Κόλλησε στα Χείλη\\\' στη πόλη μας. Ο Μάνος Κοντολέων υπήρξε αγαπημένος συγγραφέας της εφηβείας μου, ενώ η σημερινή συνάντηση με εκείνον ξύπνησε ξανά εκείνο το μοναδικό -παιδικό σχεδόν- αίσθημα ενθουσιασμού που κάποτε με κατέκλυζε με κάθε γύρισμα της σελίδας ενός από τα πολυάριθμα βιβλία του.
Πρέπει να ήταν κάποιες ήσυχες ημέρες της δεκαετίας του \\\'90 που έκανα την πρώτη γνωριμία μου με τον μαγικό κόσμο του Μάνου Κοντολέων. Ακριβώς την ίδια εποχή που η Μέλω, η ηρωίδα του βιβλίου \\\'Μέλι Κόλλησε στα Χείλη\\\', αρχίζει να εξερευνά τα όρια του δικού της κόσμου, σύμφωνα με την νέα -τραγικά ρεαλιστική- ιστορία που περίτεχνα πλάθει ο Κοντολέων, θυμίζοντας στον αναγνώστη μια εποχή που πλέον μοιάζει μακρινή.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο 1998 στο μικρό παραδοσιακό χωριό του Νεαρού Αγίου, ένα από τα πιο γραφικά χωριά του Πηλίου το οποίο επισκέπτονται εκατοντάδες προσκυνητές το καλοκαίρι, ανήμερα της γιορτής του Αγίου. Μια πολύ γνώριμη εικόνα και στα χωριά της Κρήτης, όπου η ποικιλομορφία και ο θόρυβος του πλήθους εύκολα ξεσηκώνει τους νέους τους χωριού. Με μια τέτοια σκηνή εισάγεται στο πολύχρωμο κλίμα του πανηγυριού ο αναγνώστης, αφού η δεκαεφτάχρονη Μέλω και η φίλη της, Αναστασία, σεργιανίζουν ανάμεσα στους νεόφερτους προσκυνητές και τουρίστες αυτό το καλοκαίρι του 1998 που όλα μέλλει να τα αλλάξει για τη γλυκιά Μέλω.
Όχι μόνο για τη Μέλω, αλλά για τους περισσότερους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μιας και ο καθένας από αυτούς ταλανίζεται από τις δικές του αυταπάτες. Μόλις ένα όνειρο αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά (ένα όνειρο που βασίζεται σε απατηλές προσδοκίες, ένα όνειρο με λάθος στόχο), τότε αυτό ακριβώς το όνειρο που χτίζεται πάνω στην αυταπάτη μετατρέπεται σε σαράκι που κατατρώει τον απογοητευμένο πλέον ονειροπόλο.
Και η Μέλω ζει στην αυταπάτη, όπως αναπόφευκτα πολλοί νέοι κάνουν. Ας μην ξεχνάμε ότι ζει σε μια εποχή πρωτόγνωρης υλικής ευημερίας, όπως ήταν τα χρόνια γύρω από τη νέα χιλιετία, όταν οι επιδοτήσεις έπεφταν βροχή, υπήρχε άφθονη δουλειά για τους νέους και οι προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες αναπτέρωναν το ηθικό. Η καταναλωτική διάθεση διεισδύει ύπουλα μέσα στο παραδοσιακό σκηνικό του ίδιου του χωριού της Μέλως, μεταλλάσσοντας το θρησκευτικό πρόσωπο της κοινότητας σε καταναλωτικό, με πλούσιες βίλες και στυλάτους \\\'ξένους\\\'.
Στο πλαίσιο αυτό, για να συνδέσουμε το κοινωνικό πράττειν με το ατομικό όνειρο όπως τονίζει στον επίλογό του ο Κοντολέων, η Μέλω θεωρεί ότι το χωριό της είναι η φυλακή της, κοιτώντας την μεγαλύτερη πόλη του Βόλου που βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση με λαχτάρα και προσμονή. Νομίζει ότι εκεί θα υπάρξει η λύτρωση μιας πλούσιας ζωής, στην οποία όλα θα παρέχονται στη Μέλω χωρίς ιδιαίτερες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις σε αντίθεση με τον πιεστικά απαιτητικό περίγυρο του χωριού.
Κινητήριος δύναμη της θέλησης αυτής είναι ένα ηχηρό \\\'φύγε\\\' που της είπε μια τσιγγάνα που \\\'διάβασε\\\' την παλάμη της μια ζεστή ημέρα του πανηγυριού. Έκτοτε αυτό το \\\'φύγε\\\' στιγματίζει τη Μέλω, γίνεται φωνή μέσα της που ακούγεται κάθε φορά που η Μέλω δέχεται μια ανεπιθύμητη πίεση. Δεν γνωρίζει, όμως, ότι η φυγή από μια γνώριμη κατάσταση, όσο δυσβάσταχτη κι αν είναι, μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια χειρότερη φυλακή: τα κάγκελα που στήνει γύρω μας ο ίδιος μας ο εαυτός λόγω λανθασμένων επιλογών.
Ποιες ήταν οι επιλογές της Μέλως όταν στα 17 της αποφάσισε ότι δεν θέλει να σπουδάσει; Σύμφωνα με τους ψιθύρους που συνηθίζονται σε κάθε χωριό, το σωστό και πρέπον ήταν να συνεχίσει την σχέση της με τον ανηψιό μεγαλοεργολάβου του χωριού, τον Αργύρη, ο οποίος είχε λαμπρό μέλλον στην οικοδομή, άρα και πολλά χρήματα και πρόσφερε άμεση αποκατάσταση με σπίτι που προοριζόταν ειδικά για την, κατά τα άλλα φτωχής οικογενείας, Μέλω. Το είχε δηλώσει άλλωστε: σκόπευε να την κάνει βασίλισσα. Σε μια εποχή που η οικοδομή ανθούσε, ο Αργύρης έμοιαζε για το ιδανικό καταφύγιο, όχι μόνο για την Μέλω, αλλά και για τους γονείς της, οι οποίοι έμεναν σε ένα παλιό σπίτι, με κάποιο μισογκρεμισμένο μάλιστα κομμάτι από παλαιότερο σεισμό. Ναι, ακριβώς σαν εκείνον που έμελλε να χτυπήσει την οικογένεια για άλλη μια φορά. Και αυτός δεν προερχόταν από τον Αργύρη, αλλά από τον Σήφη, την δεύτερη επιλογή της Μέλως.
Ο Σήφης, ένας έμπειρος επαγγελματικά και ερωτικά σαραντάρης, είχε όλα όσα χρειαζόταν για να σαγηνέψει μια δροσερή, αλλά άπειρη σε όλα, δεκαεφτάχρονη κοπέλα. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει ο Αργύρης, τα ακριβά δώρα και η τολμηρή ερωτική διάθεση του Σήφη έκαναν εντύπωση στην Μέλω, η οποία δεν γνώριζε τι σημαίνει πραγματικός έρωτας. Επομένως, με συνοπτικές διαδικασίες και με την περήφανη υποστήριξη των γονιών της, βρίσκει τον εαυτό της παντρεμένο με έναν άγνωστο σχεδόν σε εκείνη άνδρα, υπακούοντας πάντα στη φωνούλα που επίμονα της ψιθύριζε \\\'φύγε\\\'. Και εδώ είναι που η λέξη \\\'φυγή\\\' μετατρέπεται στο ακριβές αντίθετό της. Και εδώ είναι που η ανάγνωση του βιβλίου αποκτά μια εντελώς διαφορετική αίσθηση, αιφνιδιάζοντας ευχάριστα τον αναγνώστη και ανατρέποντας τα πάντα.
Ο Σήφης θα συνεχίσει να προσφέρει ένα ακριβό lifestyle. Αλλά με ακριβό αντάλλαγμα. Εισάγει την έκπληκτη Μέλω σε ένα κόσμο σκληρού έρωτα, όπως αυτή ποτέ δεν τον βίωσε με τον Αργύρη. Εκείνη μόνο το \\\'μέλι της ζωής\\\' ήθελε να γευτεί με μια ανέ-μελη διάθεση. Γι\\\'αυτό εξάλλου πάντα αναζητούσε λίγο μέλι, ιδίως στις δύσκολες στιγμές, ηδονικά αφήνοντάς το να κολλάει στα χείλη της, λες κι έτσι άγγιζε την ζωή την ίδια μέσα στην αστείρευτη πηγή της. Το \\\'μέλι της ζωής\\\', όμως δεν είναι μέσα στην συμφωνία γάμου με τον Σήφη και αυτό η Μέλω θα το καταλάβει μόλις πάψει να τροφοδοτείται από τις αυταπάτες της πλούσιας ζωής. Όταν και ο Σήφης κατανοήσει ότι στο παιχνίδι της ζωής κανείς δεν παραμένει εύκολα ο απόλυτος κυρίαρχος. Όταν και οι γονείς της Μέλως συνειδητοποιήσουν ότι στην ουσία \\\'πούλησαν\\\' την μονάκριβη κόρη τους, βίαια εξαναγκάζοντας ένα αθώο κορίτσι να γίνει γυναίκα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πρωταγωνιστές μετατρέπονται άλλοτε σε θύτες και άλλοτε σε θύματα, προσπαθώντας όχι μόνο να επιβιώσουν στη νέα εποχή καταλωτισμού και νεοπλουτισμού, αλλά και να τη βιώσουν στο έπακρο. Η αυταπάτη τους συνίσταται στο ότι όλοι τους νομίζουν ότι θα γευτούν το μέλι της ζωής, ενώ οι επιλογές τους μόνο πίκρα φαίνονται να αποφέρουν. Ή μήπως φταίει η μοίρα, το ταμπλώ όπου παίζεται ένα καλοστημένο παιχνίδι εν αγνοία και εις βάρος των παικτών;
Η προσπάθεια των ηρώων να εξελιχθούν σε κάτι καλύτερο, ανώτερο, διαφορετικό από πριν αποτελεί, άλλωστε, αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Μέσα, όμως, από πικρούς έρωτες και κακές επιλογές, συντελείται τελικά αυτή η ξεχωριστή διαφορά, η υποτιθέμενη φυγή από το τωρινό εγώ μας; Ή μήπως η ζωή είναι αυτή που εντέλει θα πάρει την εκδίκησή της από ανθρώπους που διατελούν ένα είδος \\\'ύβρεως\\\', προσπαθώντας να αλλάξουν με πενιχρά μέσα και χωρίς την απαραίτητη ωριμότητα που αυτό απαιτεί;
Με αυτά τα ερωτήματα θα έρθουν αντιμέτωποι οι επίδοξοι αναγνώστες του βιβλίου, μέσα σε μια ιστορία περίτεχνα δομημένη από έναν συγγραφέα που ξέρει καλά πώς να περιγράψει με ευαισθησία ακόμα και την πιο σκληρή σκηνή και πώς να πλάσει γλωσσικά καθεμιά ανατροπή. Και υπάρχει άφθονη ευαισθησία και σκληρότητα· ερωτισμός και αποστροφή· φαινομενική ηρεμία και ανατροπή. Περνώντας μέσα από αυτά τα στάδια, η αμοιβή του αναγνώστη σίγουρα θα είναι εκείνο που η Μέλω τόσο επιζητούσε- η γλύκα που αφήνει το μέλι μιας καλογραμμένης ιστορίας όχι μόνο στα χείλη, αλλά στη καρδιά και το μυαλό.
|