Ο Μάνος Κοντολέων στο νέο του πόνημα κατορθώνει να δημιουργήσει μια μυθιστορηματική αλληγορία της παρακμής που αγγίζει κάθε έκφανση της ανθρώπινης δράσης, όταν οι ιδέες εκφυλίζονται και μεταφράζονται σε χρήμα. Σύμβολο αυτής της πορείας προς την ηθική αποτελμάτωση και την καταρράκωση των ιδεών, η Μέλω του. Η ηρωίδα με τη μόνιμη αναζήτηση της γλύκας στα χείλη, που χάνεται από νωρίς, όταν η νεαρή αποφασίζει να κάνει ένα γάμο από προξενιό, δίχως να θέσει ως γνώμονα της επιλογής της το ... μέλι, τη συντροφική ζεστασιά, την ψυχική επικοινωνία, επιλέγοντας μια σχέση γραμμική, ξέβαθη, σπαρακτική και ωμή. Μέσα στο μυθιστορηματικό σύμπαν που δημιουργεί ο Μάνος Κοντολέων, με ατμόσφαιρα φερμένη από ασπρόμαυρα φιλμ του \\\'50, η Μέλω αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που αποζητά τη γλύκα και την αυθεντικότητα της αθωότητας μέσα από δυσοίωνες σύγχρονες ατραπούς. Περιχαρακώνοντας χρονικά το έργου του ανάμεσα στο 1998 και το 2006, έτη-ορόσημα για την πορεία και τον εκφυλισμό των αξιών του νεοέλληνα, περίοδος της μεταμόρφωσης και της αλλοίωσης του άλλοτε περήφανου ιστορικού του προφίλ, ο συγγραφέας τολμά να αποκαλύψει τα δυσώδη μυστικά των καιρών, είτε αυτά αποτελούν τη βύθιση του νεοέλληνα στην υπερκαταναλωτική του μανία, είτε την παράδοσή του στην κραιπάλη και στις κάθε είδους σαρκικές ηδονές, που τον οδηγούν στο ξεπούλημα των ιδανικών του. Η Ελλάδα -όπως και οι άνθρωποι- αποκτά ξαφνικά δύο πρόσωπα, το παλιό και το καινούργιο, που με τον καιρό συναιρέθηκαν κι έγιναν το σύγχρονο, δύσμορφο προσωπείο της, σηματοδοτώντας τη μετάβασή της από το αθώο παρελθόν της στο καταστροφικό και δυσοίωνο παρόν. Το υφάδι του μύθου, απλό: ένα κορίτσι που έχει γευτεί μια φορά το μέλι της ερωτικής πράξης, που αποτέλεσε το φυσικό επακόλουθο της αμοιβαίας έλξης της με έναν συνομήλικο αλλά φτωχό νεαρό, αποφασίζει να «προδώσει» την ασφαλή επαφή της με τον έρωτα, για μια «φυγή» στον κόσμο των υλικών απολαύσεων και στο όνομα μιας εξασφάλισης που μοιάζει μόνο αλλά δεν είναι κοινωνική αναβάθμιση και ψυχική ολοκλήρωση. Η Μέλω πεινάει για γλύκα και καταβροχθίζει εντέλει τον ίδιο τον εαυτό της στην προσπάθειά της να εντοπίσει κάτι που επιτέλους θα τη γλυκάνει, καθώς οι άντρες που την περιβάλλουν κι απ\\\' τους οποίους επιδιώκει να απομυζήσει τη γλύκα που χρειάζεται για να τραφεί ψυχικά, αποδεικνύονται ρηχοί και μικροί μπροστά σε μια τέτοια απαίτηση. Ο γάμος της φτωχής, νεαρής κοπέλας με τον ευκατάστατο, μεσήλικα Σήφη θα έλεγε κανείς πως αρχικά θυμίζει το συνηθισμένο σενάριο της ζωής και του σινεμά. Όμως ο μάστορας της αφήγησης Μάνος Κοντολέων δεν θα καταδεχόταν ποτέ να καταπιαστεί με κάτι τόσο κοινότοπο, αν στο ...μανίκι της έμπνευσής του δεν έκρυβε μια καταλυτική ανατροπή: Η Μέλω και ο Σήφης μοιάζουν μόνο αλλά δεν είναι απλώς ένα ζευγάρι που συνδέθηκε με τα ιερά δεσμά του γάμου έπειτα από προξενιό, δίχως να είναι ερωτευμένοι. Είναι δυο πλάσματα που μεταμορφώνονται πίσω από την κλειστή πόρτα της κάμαράς τους σε δύο αρπακτικά που αναμετρώνται ασταμάτητα στα πλαίσια μιας εκ προοιμίου ανίερης δοσοληψίας. Είναι και οι δυο τους σαρκοβόρα που εναλλάσσουν τους ρόλους της εξουσίας και της υποταγής σε μια συνεχή προσπάθεια να κυριαρχήσει ο ένας πάνω στον άλλο, ό,τι συμβαίνει συχνά στις σύγχρονες κάθε είδους σχέσεις γενικότερα. Εκείνη προσφέρει το σώμα της για να χορτάσει ο Σήφης το αρρωστημένο πάθος του για διαστροφικές και επώδυνες περιπτύξεις κι εκείνος της προσφέρει πλούτο και κοινωνική υπεροχή ως ανταμοιβή, αγαθά που η Μέλω είχε ανάγκη ώσπου να διαπιστώσει τη ματαιότητά τους και την επίπλαστη συμβολή τους στην ευτυχία. Οριοθετώντας την ιστορία του μέσα στα σύνορα ενός χρόνου που η Ελλάδα μεταμορφώθηκε κι αυτή σαν τη Μέλω από άβγαλτη πλην τίμια χώρα σε τόπο διαφθοράς και αμοραλισμού, η ηρωίδα του Κοντολέων εύστοχα προσωποποιεί τη σήψη και την παρακμή του νεοέλληνα, μια παρακμή που φαινομενικά της την προκάλεσαν «άλλοι» μα κατʼ ουσίαν υπεύθυνη ήταν η δική της βούληση και επιλογή. Προδίδοντας ιδέες και συναισθήματα και βουλιάζοντας στο ανερμάτιστο έλος του κυνισμού, της ηθικής αδιαφορίας και της ωμότητας, οι άνθρωποι αποκτηνώνονται και η γλύκα που αποζητούν τα εφηβικά χείλη μένει για πάντα ανεκπλήρωτη και ουτοπική. Το μέλι που κολλά στα χείλη και γίνεται ισόβια εμμονή, η αναζήτηση της χαμένης ιδέας, τα τραύματα της αθωότητας και το ξέφτισμα της ηδονής όταν απογυμνώνεται από το συναισθηματικό της περίβλημα, δεν αποτελούν απλώς εγκεφαλικά μυθιστορηματικά ευρήματα του δημιουργού, αλλά ευδιάκριτη κραυγή φόβου και αγωνίας για τον κόσμο που τείνει να διαμορφωθεί, για τις αγνές στιγμές που ο σύγχρονος άνθρωπος στερείται και για τις κασσανδρικές φωνές της τέχνης που δεν εισακούονται σ\\\' έναν κόσμο που αλλάζει τρομακτικά και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την τερατώδη μορφή που τείνει να λάβει.
http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1385_1327
|