Αθήνα, 27/5/2013 Αγαπημένε μου Μάνο, Μόλις τώρα τέλειωσα την ανάγνωση του «Μέλι κόλλησε στα χείλη» και, με νωπή την συγκίνηση, αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη, να σου πω ότι αυτό είναι ένα βιβλίο μαγικό. Ένα βιβλίο έξοχο, ένα βιβλίο σπουδαίο. Τι όμορφη, καθαρή γραφή, τι άρτια δόμηση του υλικού σου, τι καταπληκτικό το εύρημα σου με το μέλι που έμενε πάνω στα χείλη της κοπέλας, ακόμη και μετά τον φόνο! Και τι είναι αυτές οι πέντε αράδες της σελίδας 296: Μια κοπελίτσα -όχι περισσότερο από δώδεκα, δεκατριών χρονών- γυρνά στη μάνα της, τη σκουντά -«Καλέ, δε σου θυμίζει την εικόνα του Άγιου μας...» της ψιθυρίζει. «Ντροπή!» την τσιμπά η μάνα. Μα μπορεί να είναι κι έτσι. Μαύρο ρούχο, μαλλιά ριγμένα άτσαλα και ιδρωμένα στους κροτάφους, βλέμμα δοσμένο στο στόχο του και βάδισμα ταγμένο σε σκοπό που δεν είναι για τον καθένα -κάπως έτσι δεν πρέπει να μαρτύρησε ο Νεαρός Άγιος στα χέρια των Αγαρηνών; Και πράγματι, Αγία πρέπει να ήταν η Μέλω* μια Αγία σημερινή, καθημερινή, ένα κορίτσι που γκρεμίστηκαν τα όνειρά του και η δίψα του για ζωή, γιατί ήταν περιχαρακωμένο ανάμεσα σε άτολμους και δειλούς, συγχρόνως, νεοέλληνες. Νεοέλληνες της ψεύτικης ευμάρειας και της κακέκτυπης κατανάλωσης. Γι αυτό και σοφά πράττεις που τοποθετείς τα διαδραματισθέντα (σελ. 300) ανάμεσα στο καλοκαίρι του 1998 και στο καλοκαίρι του 32006. Πόση λύπη, πόσος πόνος, πόση διάψευση για όλους μας! Και τούτο, επίσης: η ηρωίδα σου θυμίζει ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας* γιατί όπως εκείνες οι γυναίκες τότε, έτσι κι αυτή σήμερα, έρχεται με τον πιο άμεσο τρόπο -και αυτό οφείλεται στο μαστορικό σου χεράκι- να μας υπενθυμίσει ότι τίποτε, αιώνες τώρα, δεν μπόρεσε να νικήσει ή να ξεπεράσει τις ανθρώπινες ατέλειες και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Να είσαι πάντα καλά, πουλάκι μου, να είσαι πάντα καλά.
Γιώργος Μαρκόπουλος
|