1979 - 2019:  Σαράντα Χρόνια... Έψαχνα πάντα τις λέξεις

 

Όταν είμαι -ή θέλω να είμαι- αισιόδοξος, τότε γράφω για παιδιά.
Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, τότε γράφω για τους εφήβους.
Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες.

               Κι όμως, τελικά... Τίποτε από εμένα δε φαίνεται.

 

Νέες αναρτήσεις (κριτικά σημειώματα, συνεντεύξεις, άρθρα κ.α.) στο:

http://manoskontoleon2.blogspot.com/ 

Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά προέλευσης 3.0 Ελλάδα .

Είστε εδώ :: Αρχική Σελίδα » Μυθιστορήματα / Διηγήματα Ενηλικίωσης » Μια ιστορία του Φιοντόρ - Μυθιστόρημα

Μυθιστορήματα / Διηγήματα Ενηλικίωσης - Μια ιστορία του Φιοντόρ - Μυθιστόρημα

Τίτλος: Μια ιστορία του Φιοντόρ - Μυθιστόρημα
ISBN: 960-16-1148-7
Εκδόσεις: Πατάκης
Έτος: 2004
Σελίδες: 149


Το βιβλίο αναφέρεται σε ένα κορίτσι την Λιούμπα, η οποία αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα της την Ρωσία και να έρθει στην Ελλάδα για οικονομικούς λόγους. Στην Ελλάδα ήρθε η Λιούμπα μόνο με την μητέρα της, την Ελένη, η οποία βρήκε δουλειά σε ένα μικρό χωριό. Ο παππούς και ο πατέρας της Λιούμπα έμειναν στην Ρωσία, και εκεί μετά από καιρό πέθαναν. Ο πατέρας της Λιούμπα παλιά δούλευε ως οδηγός σε σιδηροδρομικό σταθμό. Στην Ελλάδα που ζούσε τώρα πια η Λιούμπα δεν ήταν όλα και τόσο καλά για εκείνη. Όλοι, μικροί και μεγάλοι που ζούσαν στο χωριό την κορόιδευαν και δε σέβονταν τη διαφορετικότητά της. Η μητέρα της της φώναζε και την κλείδωνε στο σπίτι για να μην την κάνει ρεζίλι.
Κάποια στιγμή, η μητέρα της Λιούμπα παντρεύτηκε έναν ευκατάστατο ηλικιωμένο, τον κυρ Θανάση, με την ελπίδα ότι θα τους εξασφάλιζε οικονομικά. Η Λιούμπα δεν συμπαθούσε καθόλου τον κυρ Θανάση και αυτός την θεωρούσε απροσάρμοστη. Όταν πέθανε ο κυρ Θανάσης δεν άφησε τίποτα από την περιουσία του στην Ελένη. Η Λιούμπα και η μητέρα της αναγκάστηκαν να δουλεύουν ως καθαρίστριες σε σπίτια. Μια μέρα καθώς η Λιούμπα καθάριζε σε ένα σπίτι γνώρισε ένα παιδί, τον Μήτια, ο οποίος μόλις την είδε την ερωτεύτηκε. Ο Μήτια ήταν γιος Ρωσίδας μάνας και Έλληνα πατέρα.
Μια μέρα η Λιούμπα έμαθε πως στο χωριό έρχεται ένας ρώσικος θίασος. Φόρεσε τα καλά της και πήγε στον θίασο. Εκεί ενθουσιάστηκε, καθώς όλα της θύμιζαν την πατρίδα της, ερωτεύτηκε έναν ρώσο τσιγγάνο που δούλευε στο θίασο και τον ακολούθησε στην περιοδεία τους.
Μετά από καιρό, η Λιούμπα επέστρεψε απογοητευμένη, και έμαθε ότι η μητέρα της είναι άρρωστη. Μόλις έφτασε στο σπίτι η μητέρα της είχε πεθάνει και όλες οι κατηγορίες έπεσαν πάνω της. Η Λιούμπα μετά από αυτό έπαθε μελαγχολία και απομονώθηκε ακόμα περισσότερο από τους υπόλοιπους.
Ο Μήτια τότε μάζεψε τα παιδιά του χωριού που ενοχλούσαν τη Λιούμπα με τα πειράγματά τους και τους διηγήθηκε μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, που δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει. Μετά από αυτήν την ιστορία τα παιδιά κατάλαβαν το λάθος τους, σταμάτησαν να την κοροϊδεύουν και της ζήτησαν συγνώμη.
Μετά από αυτό ο Μήτια και η Λιούμπα έμειναν στο μεγάλο σπίτι του Μήτια και έκαναν μια καινούρια αρχή βασισμένη στην αγάπη.

.: Κριτικές Βιβλίου :.
1. Μια ευαίσθητη ματιά στον ξένο
Μια ευαίσθητη ματιά στον ξένο
 

Μια διεισδυτική ματιά στο θέμα της μετανάστευσης, του ξένου και της αποδοχής του «Άλλου» μέσα από ένα μυθιστόρημα υψηλής ποιότητας και λογοτεχνικής αξίας. Σε ένα ελληνικό χωριό που δεν κατονομάζεται φτάνει η Λιούμπα, ένα κορίτσι στην αρχή της εφηβείας από τη Ρωσία. Την υποδέχεται η μάνα της, εγκατεστημένη ήδη στο χωριό εδώ και πολλά χρόνια. Η μάνα έχει προσαρμοστεί πλήρως ή, πιο σωστά, έχει αφομοιωθεί. Το πρώτο πράγμα που λέει στην κόρη της είναι:
«Λοιπόν, να μάθεις πως εδώ δεν με φωνάζουνε Ελόνα, μα Ελένη, κι εσένα –πρόσεξε!- αντί για Λιούμπα θα σε λέω Αγάπη». Κι ύστερα:
«Αυτός είναι ο κυρ Θανάσης. Ο νέος μου άντρας!» της είπε και σχεδόν την εξανάγκασε να τον χαιρετήσει.»
 
Αυτή είναι η «δέση του δράματος». Η Λιούμπα αρνείται όχι μόνο την αφομοίωση αλλά και τη στοιχειώδη προσαρμογή. Δεν αλλάζει το όνομά της, δε μιλά ελληνικά, δε χαμογελά, δεν πλησιάζει κανέναν, διαρκώς συγκρίνει και απορρίπτει. Ζει με το όνειρο της επιστροφής. Ο νους και η καρδιά της είναι στο πατρικό σπίτι, στον παππού της, στα τοπία της Ρωσίας, στην αγαπημένη γλώσσα. Είναι μια βίαια ξεριζωμένη ύπαρξη. Η ακραία συμπεριφορά της τροφοδοτεί τα αρνητικά σχόλια της μικρής κοινωνίας. Η κακία, το κουτσομπολιό, οι προκαταλήψεις των συγχωριανών βρίσκουν εύφορο έδαφος να ανθίσουν. Η Λιούμπα περιφέρεται σαν ξωτικό ανάμεσά τους. Ώσπου μια μέρα τη στέλνει η μάνα της να καθαρίσει ένα σπίτι. Εκεί θα συναντήσει τον Μήτια, θα μιλήσουν ρωσικά, μια ελπίδα, μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι που γρήγορα διαψεύδεται όταν ο Μήτια μιλά ελληνικά. Η σωτηρία φαίνεται να έρχεται από ένα μπουλούκι τσιγγάνων από τη Ρωσία, έναν περιπλανώμενο θίασο, που έρχεται να δώσει μια παράσταση στο χωριό. Η Λιούμπα θα εμπιστευτεί τον στιβαρό αλλά σκοτεινό Νικόλκα, θεωρώντας ότι είναι ο δρόμος προς την επιστροφή. Οι ελπίδες διαψεύδονται, η Λιούμπα επιστρέφει για να καταντήσει ένα κυνηγημένο αγρίμι. Η λύση –όχι το χάπυ έντ—θα έρθει από το πρόσωπο στο οποίο συναντώνται οι δυο πατρίδες, από τον Μήτια που είναι γεννημένος από ρωσίδα μάνα και έλληνα πατέρα. 
 
Εξαιρετική ευαισθησία χαρακτηρίζει τη ματιά του συγγραφέα. Αριστοτεχνικά αποδίδει τις λεπτές αποχρώσεις της νοσταλγίας αλλά και της νεύρωσης στην οποία οδηγείται η ηρωίδα του. Εξίσου πειστικά αποδίδεται η Ελένη, μια γυναίκα που έχει σκληρύνει από την ανάγκη επιβίωσης και προσαρμογής, που έχει γίνει μια άλλη γυναίκα από την ανάγκη να γίνει αποδεκτή. Ο Μήτια, με την αριστοκρατική του καταγωγή, τη μόρφωση και την ιδιαίτερη ψυχική ευγένεια, φωτίζει ακόμη πιο έντονα την αδιαφορία και τη σκληρότητα της τοπικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που είναι επιφανειακά μόνο εκμοντερνισμένη. Και τέλος, τα παιδιά του χωριού που παρακολουθούν, σχολιάζουν, κατακρίνουν, καταδικάζουν και στο τέλος, μέσα από την καταλυτική «ιστορία του Φιοντόρ», μεταμορφώνονται.
 
Απολαυστική είναι η γλώσσα που διακρίνεται από μουσικότητα, με τη χαρακτηριστική συνήθεια του συγγραφέα να βάζει το ρήμα στο τέλος της πρότασης, εύστοχες παρεμβολές στίχων ρωσικής και ελληνικής ποίησης, και καλοδουλεμένες προτάσεις. Πιάνεις τον εαυτό σου να ξαναδιαβάζει μια φράση για να θαυμάσει τη μαστοριά της. Η αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος είναι καλοζυγισμένη, σαν αρχαία δράμα, με πρόλογο, κορύφωση της περιπέτειας και έξοδο.

 

www.diavasame.gr

Ελένη Σβορώνου

2. Βραβεία Παιδικής Λογοτεχνίας 2004 - Μια εισήγηση
3. Συνέντευξη στην Βραδυνή
.: Βραβεία Βιβλίου :.
1. Βραβείο Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου
©2024 www.kontoleon.gr All rights Reserved - Created by interneti.gr