Τα είπαμε ευπώλητα και λύσαμε το πρόβλημα
"Ποιος ο λόγος να δημοσιεύονται οι κατάλογοι με τα βιβλία που πουλάνε περισσότερο;" ρωτούσα -χρόνια πριν- το φίλο μου Γιώργο Γαλάντη, εκδότη και τότε όπως και τώρα του "Διαβάζω", αλλά εκείνη την περίοδο και διευθυντή του.
"Μα είναι μια πληροφορία που αναδημοσιεύουν όλες οι εφημερίδες και τα άλλα διάφορα έντυπα κι έτσι έμμεσως διαφημίζεται και το περιοδικό μας" μου είχε απαντήσει.
Σωστή εμπορική κίνηση. Κι αν τους καταλόγους με τα best sellers δεν τους είχε ξεκινήσει το "Διαβάζω" κάποιο άλλο έντυπο θα είχε βρεθεί να φέρει και στην Ελλάδα μια αμερικάνικη, στην αρχή, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, στη συνέχεια, συνήθεια.
Αλλά εγώ, τόσα χρόνια τώρα, εξακολουθώ να αναρωτιέμαι ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτών των καταλόγων.
Ως σύμβουλος εκδοτικού οίκου με ενδιαφέρει πολύ να γνωρίζω και το τρόπο που το κοινό αντιδρά στις επιλογές μας.
Αν ήμουνα, δε, και ο ίδιος εκδότης, ασφαλώς και θα ήθελα σε κάποιο συρτάρι του γραφείου μου να έχω αναφορές για τα γούστα της αγοράς. Μα κάτι τέτοιο θα το ήθελα ακόμα κι αν δεν ήμουνα παραγωγός βιβλίων, αλλά και του όποιου άλλου προϊόντος.
Όμως ως αναγνώστης -που σημαίνει ως ένα μέλος αυτού του μεγάλου και ανώνυμου κοινού- δεν θα ήθελα μια τέτοια ενημέρωση.
Δεν θα την ήθελα γιατί έχω μάθει στη λογοτεχνία να θεωρώ πως σημασία δεν έχει η γνώμη των πολλών, αλλά των λίγων και ίσως ούτε καν αυτών των ελαχίστων, μα η δικιά μου και μόνο.
Μετά από κάποια χρόνια, μας έπιασε η μανία μας με την ελληνικότητα και μεταφέραμε τον όρο στη δική μας γλώσσα -Ευπώλητα, τα είπαμε.
Αλλά είτε με την ξενόφερτη ονομασία, είτε με την ελληνική, το φαινόμενο έχει κάνει τη ζημιά του.
Οι αναγνώστες έχουν μετατραπεί σε καταναλωτές και οι συγγραφείς (στην πλειονοτητά τους) αναζητούν με χτυποκάρδι να δούνε αν το τελευταίο τους βιβλίο μπαίνει ή δεν μπαίνει στη λίστα. Κι όταν μπαίνει παριστάνουν τους αδιάφορους μεν, μα θετικά προσκείμενους στο φαινόμενο κι όταν δεν μπαίνει παριστάνουν πάλι τους αδιάφορους, μα τώρα αρνητικά προσκείμενους.
Και στα βιβλιοπώλεια (που όλο πληθαίνουν τα γιγάντια και όλο λιγοστεύουν τα μικρά) μόλις ο υποψήφιος αναγνώστης - αγοραστής εισέλθει, βομβαρδίζεται με τις στοίβες των βιβλίων που είναι στις πρώτες θέσεις κάποιας λίστας ευπωλήτων.
Και σε κάποια, μάλιστα, βιβλιοπωλεία απ΄ όπου περνούν πολλοί υποψήφιοι αγοραστές μυθιστορημάτων, βιβλία που δεν έχουν ένα μίνιμουμ αριθμό πωλήσεων σε συγκεκριμμένο χρονικό διάστημα, αμέσως φεύγουν από τα ράφια.
Ομολογώ πως με τα τούτα και με τα κείνα οι πωλήσεις των βιβλίων έχουν αυξηθεί. Μα πόσο πια σπάνια ανακαλύπτουμε βιβλία νέα που δείχνουν πως προορίζονται να αγνοήσουν το στοίχημα της επικαιρότητας και να αποκτήσουν μια διαχρονική αξία! Κι αν υπάρχουν, αν γράφονται (γιατί στ΄ αλήθεια ακόμα γράφονται) κάτι τέτοια έργα, αδύνατον να τα ανακαλύψεις εύκολα. "Το κακό νόμισμα διώχνει το καλό" έλεγε ένα παλιός φίλος. Και στη εποχή μας με τα έντονα οικονομικά προβλήματα, τον θυμήθηκα και με τρόμο αναλογίστηκα μήπως και "...το κακό βιβλίο διώχνει το καλό;"