Ήταν τότε που άλλαζε ο αιώνας. Εργαζόμουνα ακόμα στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στη Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων, υπεύθυνος ήμουνα για το in flight magazine ΚΙΝΗΣΗ / ΜΟΤΙΟΝ και γενικώς για τα έντυπα του –ακόμα κρατικού – αερομεταφορέα.
Ιδέα μου ήταν να γιορτάσει η ΟΑ την αλλαγή του αιώνα, προσφέροντας στους επιβάτες των τελευταίων πτήσεων του αιώνα που έφευγε και των πρώτων του νέου, μια ειδική έκδοση ποιημάτων των δυο ελλήνων ποιητών που μέσα στα χρόνια του 20ου είχαν τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία – Σεφέρη και Ελύτη.
Πράγματι, η ιδέα μου άρεσε στη Διοίκηση και προχώρησα στην υλοποίησή της.
Σε στενή συνεργασία με τις Εκδόσεις Ίκαρος και τους κληρονόμους των δυο ποιητών, έκανα μια ανθολόγηση ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη και το τομίδιο που τελικά κυκλοφόρησε (εκτός εμπορίου) ήταν στ΄ αλήθεια ένα κομψό βιβλίο, αληθινό συλλεκτικό εκδοτικό εγχείρημα.
Μοιράστηκε όχι μόνο στους επιβάτες εκείνων των πτήσεων, αλλά και σε επιλεγμένους φίλους ή συνεργάτες της Ολυμπιακής.
Και για να κλείσει κάπως πιο πανηγυρικά η συμμετοχή της ΟΑ στις γιορτές για τη νέα χιλιετηρίδα, αποφασίστηκε να δοθεί και μια συναυλία με τραγούδια βασισμένα σε ποιήματα των Σεφέρη και Ελύτη.
Ο Γιώργος Κουρουπός διεύθυνε την ολιγομελή ορχήστρα, ο Σπύρος Σακάς τραγούδησε και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου απάγγειλε τους στοίχους των τραγουδιών.
Την όλη εκδήλωση προλόγισε ο Μάνος Στεφανίδης.
Η συναυλία αποφασίστηκε να γίνει στο κομψό θέατρο του νέου (τότε) κτηρίου του Υπουργείου Μεταφορών.
Μέγα το πλήθος των θεατών και βέβαια ανάμεσά τους ο τότε Υπουργός Μεταφορών Τάσος Μαντέλης, ο Πρόεδρος της ΟΑ, ο Διευθύνων Σύμβουλος (αληθινά έχω ξεχάσει ποιοι ήταν στις θέσεις αυτές εκείνη την περίοδο), άλλοι διευθυντές, συνδικαλιστές, αρκετοί άνθρωποι της μουσικής και της λογοτεχνίας και βέβαια πολλοί υπάλληλοι της ΟΑ, μαζί με φίλους τους.
Μια ιδιαιτέρως επιτυχημένη βραδιά, μια βραδιά που δεν θα περίμενε κανείς πως είχε σχεδιαστεί και υλοποιηθεί από μια από τις πλέον αμαρτωλές ή συκοφαντημένες ΔΕΚΟ.
Το ήξερα από τότε, άσχετα αν κανείς δεν το ομολόγησε (παρά μόνο ο Μάνος Στεφανίδης) πως όλα αυτά –βιβλίο και συναυλία- ήταν δικά μου έργα.
Δικά μου –εγώ ο Μάνος Κοντολέων που για 26 τόσα χρόνια υπήρξα ένας αφανής υπάλληλος μιας κρατικής εταιρείας, ξαφνικά και για μια και μόνη βραδιά, άλλαζα ταυτότητα, έπαιρνα εκείνη του γνωστού συγγραφέα και επέβαλα την δική μου αισθητική (πάει να πει και πολιτική) στην ηγεσία κράτους και εταιρείας.
Και δεν το κρύβω, πως κατά τη διάρκεια ενός τραγουδιού και την ώρα που όλο το ακροατήριο σιγομουρμούριζε τους στοίχους του Ελύτη, δάκρυσα, καθώς θυμήθηκα όλο τον εργασιακό βίο μου (που παρόμοιος ήταν και όλων των άλλων εργαζομένων), ένα βίο που ξαφνικά φτερούγιζε στο όραμα μιας άλλης έκφρασης.
Ποιος έχει πει και μας έχει κάνει να πιστέψουμε πως η Τέχνη δεν είναι κάτι το καθημερινό και άξια να γίνει κτήμα των πολλών;
Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά;
Μα οι αποκαλύψεις του Μαντέλη μου τα φέρανε στο νου. Ήταν τότε ο Υπουργός, στην ουσία ο οικοδεσπότης της εκδήλωσης.
Λοιπόν, αφού τελείωσε η συναυλία και ενώ ο κόσμος κυκλοφορούσε στο φουαγιέ τσιμπολογώντας και πίνοντας, μια στενή και παλιά φίλη, που παράλληλα ήταν (και είναι σημαντικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και τότε –όπως και τώρα- κατείχε σημαντική θέση στη δημόσια διοίκηση) είδε την σύζυγο του υπουργού, μας σύστησε και η κυρία Μαντέλη, μέσα στο κλίμα –υποθέτω- της όλης καλλιτεχνικής ευφορίας, μας πρότεινε να μας ξεναγήσει σε ειδικούς χώρους του κτηρίου, όπου είχε εκτεθειμένα παλιά και όμορφα έπιπλα που τα είχαν βρει σε αποθήκες να σαπίζουν.
Και καθώς την ακολουθούσαμε, η παλιά και καλή φίλη, γύρισε και είπε «Τώρα είμαστε στα δικά μου χωράφια!» εννοώντας φαντάζομαι πως εκείνη με τη σειρά της θα με ξεναγούσε στην ποιότητα και στην ευαισθησία της πολιτικής εξουσίας, όπως εγώ λίγο πιο πριν την είχα σεργιανίσει στην αισθητική της ποίησης.
Είδαμε, πραγματικά, πολύ όμορφα έπιπλα. Και από τότε, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να αναρωτιέται ποια τάχα να υπήρξε η τύχη τους.
Αλλά, δεν τα θυμήθηκα όλα αυτά για να καταθέσω την ανησυχία μου για την τύχη μερικών παλιών γραφείων ενός υπουργείου.
Μα για να εκφράσω την ιδιόμορφη και ιδιότυπη απαισιοδοξία μου.
Ο Σεφέρης και ο Ελύτης όχι μόνο την Ολυμπιακή δε σώσανε, αλλά μήτε να αλλάξουν την όλη μορφή των εργασιακών σχέσεων δεν καταφέρανε (α, μη μου πείτε πως δεν ήταν δική τους δουλειά κάτι τέτοιο, γιατί θα σας έλεγα να το ξανασκεφτείτε).
Και οι αντίκες της κυρίας Μαντέλη δεν αλλάζουνε τις αποκαλύψεις για τις ημέρες και τα έργα του συζύγου της υπουργού.
Άλλα τα χωράφια που εγώ καλλιεργώ, άλλα εκείνη της παλιάς και καλής μου φιλενάδας.
Απλώς –σκέπτομαι- τα δικά μου έστω και ανίσχυρα, μου θυμίζουν όμως το στοίχο του Ελύτη «θα πιάσουμε το σύννεφο, θα βγούμε από τη συμφορά του κόσμου» και παίρνω –πάρτε!- κουράγιο.
Μα τα χωράφια της φίλης μου –αχ, τι άδικο, τι έγκλημα, τι κρίμα!- φέρνουν στο νου άλλο στοίχο –του Σεφέρη, τώρα, που ισχυρίζεται πως… «στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι, θέλουν να χτίσουν ένα πύργο που γκρεμίζει».
Λογιών, λογιών χωράφια.
Τον τελευταίο λόγο, μάλλον, τον έχουν οι καλλιεργητές τους. Λέω.